Κι ο βασιλιάς της έδωσε όρκο κι η βασίλισσα του είπε για την κακή της μοίρα. Κι έτσι όπως μιλούσε δεν κατάλαβε πως το παιδί της το μεγάλο είχε κρυφτεί και, αφού τ' άκουσε όλα, έμαθε ποιος είναι ο πατέρας του. Μόλις τέλειωσε την ιστορία της, ο βασιλιάς της είπε ποιος ήταν και βάλθηκε να τη βοηθήσει.
Θέλω μόνο να μου δώσεις δέκα φλουριά (хочу только, чтобы /ты/ мне дал десять золотых монет), πετάχτηκε το παιδί (выбежал мальчик; πετιέμαι – бросаться; выскакивать; вмешиваться), που τα 'χε μάθει όλα (который узнал всё).
Τι τα θες τα φλουριά, παιδί μου; (зачем /ты/ хочешь монеты, дитя моё?) Άσ' το να πάει στην ευχή (пусть всё идёт своим чередом; η ευχή – желание; благословение) και κάτσε να ζήσεις εδώ (и сядь жить здесь = и оставайся жить здесь) με τ' αδέρφια σου (с братьями твоими), παρακάλεσε η μάνα του (попросила мама его).
– Θα σε βοηθήσω (/я/ тебе помогу), θα σου δώσω ό, τι μου ζητήσεις (/я/ тебе дам то, что у меня попросишь), πετάχτηκε ο βασιλιάς και του 'δωσε τα δέκα φλουριά (вмешался царь и ему дал десять монет).
Θέλω μόνο να μου δώσεις δέκα φλουριά, πετάχτηκε το παιδί, που τα 'χε μάθει όλα.
Τι τα θες τα φλουριά, παιδί μου; Άσ' το να πάει στην ευχή και κάτσε να ζήσεις εδώ με τ' αδέρφια σου, παρακάλεσε η μάνα του.
Θα σε βοηθήσω, θα σου δώσω ό, τι μου ζητήσεις, πετάχτηκε ο βασιλιάς και του 'δωσε τα δέκα φλουριά.
Το παιδί τα πήρε και τους αποχαιρέτησε (мальчик их /монеты/ взял и с ними /царем и матерью/ простился):
– Υπόσχομαι στο λόγο μου και στην τιμή μου (обещаю словом своим и честью своей), πως θα φέρω εδώ το βασιλιά πατέρα μου (что притащу сюда царя, отца моего; φέρω – нести) να πέσει γονατιστός στα πόδια σου (чтобы упал, коленопреклонённый, к ногам твоим), είπε στη μάνα του κι έφυγε (сказал матери своей и ушёл).
Το παιδί τα πήρε και τους αποχαιρέτησε:
– Υπόσχομαι στο λόγο μου και στην τιμή μου, πως θα φέρω εδώ το βασιλιά πατέρα μου να πέσει γονατιστός στα πόδια σου, είπε στη μάνα του κι έφυγε.
Την άλλη μέρα (на следующий день) έφτασε στην πολιτεία (прибыл в город) και πήγε κατευθείαν στο χαλκουργείο (и пошёл прямо в мастерскую медника; ср. ο χαλκός – медь). Παράγγειλε σ' ένα μπακιρτζή (заказал у медника) να του φτιάσει ένα τσουβάλι κριθάρι χάλκινο (чтобы /он/ ему сделал мешок ячменя медный), τριπλό στο μέγεθος απ' το κανονικό (тройной по величине от /по сравнению с/ обычного; ο κανόνας – правило, закон). Ο μπακιρτζής του το 'φτιαξε (медник ему его сделал), τον πλήρωσε με τα φλουριά (ему /меднику/ заплатил золотыми монетами) και τράβηξε για το χάνι (и притащил на постоялый двор; τραβώ) με το κριθάρι στο δισάκι του (с ячменём в котомке своей). Ξεπέζεψε απ' το γαϊδούρι του (спешился с осла своего; πεζός – пеший) κι άφησε χάμω το δισάκι (и поставил на землю котомку) για να φαίνεται από μέσα το κριθάρι (чтобы был виден изнутри ячмень).
Την άλλη μέρα έφτασε στην πολιτεία και πήγε κατευθείαν στο χαλκουργείο. Παράγγειλε σ' ένα μπακιρτζή να του φτιάσει ένα τσουβάλι κριθάρι χάλκινο, τριπλό στο μέγεθος απ' το κανονικό. Ο μπακιρτζής του το 'φτιαξε, τον πλήρωσε με τα φλουριά και τράβηξε για το χάνι με το κριθάρι στο δισάκι του. Ξεπέζεψε απ' το γαϊδούρι του κι άφησε χάμω το δισάκι για να φαίνεται από μέσα το κριθάρι.
Θέλω δυο οκάδες κριθάρι (хочу две оки1 зерна) για το γάιδαρο μου (для осла моего), παράγγειλε στο χαντζή (заказал у хозяина; ο χαν(ι)τζής – содержатель постоялого двора).
Μα εσύ έχεις ένα σωρό κριθάρι στο δισάκι (но ты имеешь кучу ячменя в котомке; ο σωρός – куча, груда; масса, множество), αποκρίθηκε εκείνος (ответил тот).
Α! Αυτό δεν είναι για το γαϊδούρι (это не для осла). Δεν το βλέπεις (/разве/ не видишь) πόσο χοντρό είναι (какой толстый)! Το 'χω για σπορά (его /мешок с ячменём/ имею для посева). Σαν το σπείρεις (когда его посеешь), παίρνεις τριπλή σοδειά απ' το κανονικό (получишь тройной урожай от /по сравнению с/ обычного)!
– Θέλω δυο οκάδες κριθάρι για το γάιδαρο μου, παράγγειλε στο χαντζή.
Μα εσύ έχεις ένα σωρό κριθάρι στο δισάκι, αποκρίθηκε εκείνος.
Α! Αυτό δεν είναι για το γαϊδούρι. Δεν το βλέπεις πόσο χοντρό είναι! Το 'χω για σπορά. Σαν το σπείρεις, παίρνεις τριπλή σοδειά απ' το κανονικό!
1 Η οκά – ока, мера веса (1280 г.)
Πες, πες (мало-помалу), η φήμη για το κριθάρι έφτασε και στο παλάτι (молва о ячмене дошла и до дворца), στ' αυτί του βασιλιά (до ушей царя). Στέλνει αμέσως τη φρουρά του (посылает тотчас стражу свою) και του φέρνουν το παιδί μπροστά του (и ему приводят мальчика перед ним = непосредственно ему, ему на глаза). Ο βασιλιάς έμεινε με το στόμα ανοιχτό (царь остался с ртом открытым = царь открыл рот /от удивления/) μόλις αντίκρισε το παιδί (едва увидел его; αντικρίζω – находиться напротив; видеть, замечать; сталкиваться лицом к лицу). Σαν να 'βλεπε τον εαυτό του (как будто увидел самого себя) στα νιάτα του (в юности своей)! Αλλά ο νους του δεν πήγε τόσο μακριά (но ум его не пошёл так далеко).
Πόσα θες για το κριθάρι σου; (сколько /ты/ хочешь за ячмень свой?) τον ρώτησε (его спросил /царь/).
Βασιλιά μου (царь мой), είπε το παιδί κοιτάζοντας τον κατάματα (сказал юноша, смотрящий ему прямо в глаза; ср. το μάτι – глаз), το κριθάρι αυτό δεν είναι σαν τ' άλλα (ячмень этот не /такой/, как остальные). Δεν μπορεί να το σπείρει όποιος κι όποιος (не может его сеять кто попало; όποιος – всякий, каждый).
Πες, πες, η φήμη για το κριθάρι έφτασε και στο παλάτι, στ' αυτί του βασιλιά. Στέλνει αμέσως τη φρουρά του και του φέρνουν το παιδί μπροστά του. Ο βασιλιάς έμεινε με το στόμα ανοιχτό μόλις αντίκρισε το παιδί. Σαν να 'βλεπε τον εαυτό του στα νιάτα του! Αλλά ο νους του δεν πήγε τόσο μακριά.
– Πόσα θες για το κριθάρι σου; τον ρώτησε.
Βασιλιά μου, είπε το παιδί κοιτάζοντας τον κατάματα, το κριθάρι αυτό δεν είναι σαν τ' άλλα. Δεν μπορεί να το σπείρει όποιος κι όποιος.
Πώς δεν μπορεί; (Как не может) Δηλαδή τι τρόπο χρειάζεται; (И в каком же способе он нуждается?; δηλαδή – то есть, а именно; значит; τι δηλαδή; – что же?)
Πρέπει να το σπείρουν άνθρωποι (нужно, чтобы его сеяли люди) που δε χύνουν στάλα ιδρώτα (которые не льют капли пота = которые не проливает ни капли пота). Αλλιώς κλουβιάζει και δε φυτρώνει (иначе портится и не прорастает; φυτρώνω – прорастать, давать ростки).
Αυτό δε γίνεται (этого не бывает)! Δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι (не существуют такие люди)! Ακόμα και εγώ (даже и я; άκομα – ещё; άκομα και – даже), που είμαι βασιλιάς (который царь = а я ведь царь), δεν μπορώ να το καταφέρω (не могу этого добиться; καταφέρνω – добиваться, справляться)!
Βλέπεις, βασιλιά μου (видишь, царь мой), πως κι εσύ ακόμα που 'σαι βασιλιάς (что даже ты, который царь) δεν μπορείς να τα καταφέρεις; (не можешь с этим справиться?) Τη δόλια τη μάνα μου όμως, τη βασίλισσα (бедную маму мою, однако, царицу), για μια στάλα ιδρώτα την έδιωξες απ' το παλάτι (за одну каплю пота её прогнал из дворца)!
– Πώς δεν μπορεί; Δηλαδή τι τρόπο χρειάζεται;
Πρέπει να το σπείρουν άνθρωποι που δε χύνουν στάλα ιδρώτα. Αλλιώς κλουβιάζει και δε φυτρώνει.
Αυτό δε γίνεται! Δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι! Ακόμα κι εγώ, που είμαι βασιλιάς, δεν μπορώ να το καταφέρω!
Βλέπεις, βασιλιά μου, πως κι εσύ ακόμα που 'σαι βασιλιάς δεν μπορείς να τα καταφέρεις; Τη δόλια τη μάνα μου όμως, τη βασίλισσα, για μια στάλα ιδρώτα την έδιωξες απ' το παλάτι!