Τι να θέλω; Ξέμπαρκος είμαι. Έχασα το βαπόρι που σαλπάρισε το πρωί και τώρα είμαι ξέμπαρκος και άφραγκος.
Και γι' αυτό σκας; Εσύ μ' έβγαλες απ' το μπουκάλι το μαγκούφικο κι εγώ έτσι θα σ' αφήσω; Άκου και δε θα χάσεις: Ο άρχοντας της χώρας θ' αρρωστήσει. Εγώ θα μπω στ' αυτί του και θα του τριβελίζω το τύμπανο. Κανένας γιατρός δε θα μπορεί να τον γιατρέψει, κανένα γιατροσόφι. Τότε θα 'ρθεις εσύ κι εγώ θα βγω από τ' αυτί. Ο άρχοντας θα γιατρευτεί και θα σου δώσει πολλά φλουριά. Ύστερα θα μοιράσουμε τα φλουριά κι ο καθένας θα τραβήξει το δρόμο του. Τι λες;
Σαν καλή (как хорошая = хорошей) μου φαίνεται η ιδέα σου (мне кажется идея твоя), θαύμασε ο ναύτης (восхитился моряк; θαυμάζω – удивляться; восхищаться). Και πού θα σε βρω (и где тебя найду) να μοιράσουμε τα φλουριά; (чтобы /мы/ разделили деньги?)
Στο κόκκινο το κονοστάσι τα μεσάνυχτα (у красного иконостаса в полночь), αποκρίθηκε ο διάβολος και χάθηκε απ' τα μάτια του ναύτη (ответил бес и исчез с глаз моряка).
Την άλλη μέρα συναγερμός σήμανε στην πολιτεία (на следующий день тревога была объявлена в городе):
– Ο άρχοντας προστάζει όλους τους γιατρούς της χώρας (правитель приказывает всем врачам страны) να τρέξουν στο παλάτι (бежать во дворец = спешить во дворец) να του γιατρέψουν το αυτί (чтобы ему вылечили ухо), φώναζε ο ντελάλης (кричал глашатай).
– Σαν καλή μου φαίνεται η ιδέα σου, θαύμασε ο ναύτης. Και πού θα σε βρω να μοιράσουμε τα φλουριά;
– Στο κόκκινο το κονοστάσι τα μεσάνυχτα, αποκρίθηκε ο διάβολος και χάθηκε απ' τα μάτια του ναύτη.
Την άλλη μέρα συναγερμός σήμανε στην πολιτεία:
– Ο άρχοντας προστάζει όλους τους γιατρούς της χώρας να τρέξουν στο παλάτι να του γιατρέψουν το αυτί, φώναζε ο ντελάλης.
Γιατροί μπαίναν, γιατροί βγαίναν απ' το παλάτι, τίποτα (врачи входили, врачи выходили из дворца – ничего). Ο πόνος, πόνος (боль, боль). Την άλλη μέρα παρουσιάστηκε ο ναύτης στο βασιλιά (на следующий день предстал моряк перед царём).
– Βασιλιά μου, γιατρός δεν είμαι (царь мой, /я/ не врач), μα ξέρω ένα γιατροσόφι απ' τη μάνα μου (но знаю снадобье от мамы моей), που διώχνει τον πόνο ώσπου να πεις κύμινο (которое изгоняет боль молниеносно: "пока скажешь " тмин"), είπε ο ναύτης και ζήτησε να του φέρουν ένα τσουκάλι (сказал моряк и попросил, чтобы ему принесли горшок).
Γιατροί μπαίναν, γιατροί βγαίναν απ' το παλάτι, τίποτα. Ο πόνος, πόνος. Την άλλη μέρα παρουσιάστηκε ο ναύτης στο βασιλιά.
– Βασιλιά μου, γιατρός δεν είμαι, μα ξέρω ένα γιατροσόφι απ' τη μάνα μου, που διώχνει τον πόνο ώσπου να πεις κύμινο, είπε ο ναύτης και ζήτησε να του φέρουν ένα τσουκάλι.
Έριξε μέσα ασβέστη και θειάφι (бросил /моряк/ внутрь известь и серу), τ' ανακάτωσε και τα 'κανε αλοιφή (их смешал и из них сделал мазь; άνω – вверх, κάτω – вниз; ανακατώνω – смешивать). Άλειψε τ' αυτί του άρχοντα μια, δυο, τρεις φορές (помазал ухо правителя один, два, три раза; αλείφω). Την τρίτη φορά έγνεψε στο διάβολο (на третий раз подал знак бесу; γνέφω – давать знак) κι εκείνος φραπ! βγήκε από τ' αυτί του βασιλιά (и тот – раз! – вышел из уха царя). Ο βασιλιάς έγινε περδίκι μεμιάς (царь выздоровел моментально; το περδίκι – маленькая куропатка; είμαι περδίκι – быть здоровым; γίνομαι περδίκι – выздоравливать, набираться сил)!
– Χαλάλι σου ένα πουγκί φλουριά (для тебя не жалко кошелька монет; χαλάλι σου – для тебя не жалко). Με γιάτρεψες (/ты/ меня вылечил) κι ανάθεμα τους γιατρούς και τις σοφίες τους (и проклятье врачам и премудростям их; η σοφία – мудрость), είπε ο βασιλιάς και του 'δωσε τα φλουριά (сказал царь и ему дал деньги).
Έριξε μέσα ασβέστη και θειάφι, τ' ανακάτωσε και τα 'κανε αλοιφή. Άλειψε τ' αυτί του άρχοντα μια, δυο, τρεις φορές. Την τρίτη φορά έγνεψε στο διάβολο κι εκείνος φραπ! βγήκε από τ' αυτί του βασιλιά. Ο βασιλιάς έγινε περδίκι μεμιάς!
– Χαλάλι σου ένα πουγκί φλουριά. Με γιάτρεψες κι ανάθεμα τους γιατρούς και τις σοφίες τους, είπε ο βασιλιάς και του 'δωσε τα φλουριά.
Τα παίρνει ο ναύτης (их берёт моряк) και τρέχει αμέσως για το κόκκινο κονοστάσι (и бежит тотчас к красному иконостасу). Να σου κι ο διάβολος ακριβώς τα μεσάνυχτα (вот тебе и бес, точно в полночь).
– Δεν πιστεύω να περιμένεις μερτικό; (не верю, /неужели ты/ ждёшь доли /своей/?) Διάβολος είσαι, δε σου λείπουν τα φλουριά (/ты/ бес, тебе не недостает денег = тебе хватает денег). Κι ύστερα μου το χρώσταγες (и потом /ты/ мне задолжал; χρωστώ – быть должником, задолжать). Εγώ σε γλίτωσα απ' το μπουκάλι του παπα-Μανόλη (я тебя освободил из бутылки отца Манолиса; γλιτώνω / γλύτωνω – спасать, освобождать; спасаться, избавляться).
Αυτά είπε ο ναύτης κοροϊδευτικά στο διάβολο (это сказал моряк насмешливо бесу) και τράβηξε για το χωριό του (и отправился в деревню свою).
Τα παίρνει ο ναύτης και τρέχει αμέσως για το κόκκινο κονοστάσι. Να σου κι ο διάβολος ακριβώς τα μεσάνυχτα.
– Δεν πιστεύω να περιμένεις μερτικό; Διάβολος είσαι, δε σου λείπουν τα φλουριά. Κι ύστερα μου το χρώσταγες. Εγώ σε γλίτωσα απ' το μπουκάλι του παπα-Μανόλη.
Αυτά είπε ο ναύτης κοροϊδευτικά στο διάβολο και τράβηξε για το χωριό του.
– Θα μου το πληρώσεις (/ты/ мне за это заплатишь)! Εμένα με λένε διάβολο και δε θα μου γλιτώσεις (меня зовут бес = я – бес, и не избавишься от меня)!
Ο ναύτης πήγε στο χωριό του (моряк отправился в деревню свою) κι ο διάβολος σε μια άλλη πολιτεία, στο παλάτι (и бес в другой город, во дворец), κατευθείαν στο αυτί του βασιλιά (прямиком в ухо царя). Τι έγινε το ξέρετε (что случилось – это /вы/ знаете)! Τα ίδια και χειρότερα (то же и хуже)! Πονούσε κι αυτός ο βασιλιάς (заболел и этот царь), φώναζε ο ντελάλης στους δρόμους (кричал глашатай на дорогах), το 'μαθε ο άλλος βασιλιάς που είχε γιατρευτεί (это узнал другой царь, который вылечился) και τους έστειλε τα μαντάτα (и им послал известия; το μαντάτο – весть, известие, новость):
– Θα μου το πληρώσεις! Εμένα με λένε διάβολο και δε θα μου γλιτώσεις!
Ο ναύτης πήγε στο χωριό του κι ο διάβολος σε μια άλλη πολιτεία, στο παλάτι, κατευθείαν στο αυτί του βασιλιά. Τι έγινε το ξέρετε! Τα ίδια και χειρότερα! Πονούσε κι αυτός ο βασιλιάς, φώναζε ο ντελάλης στους δρόμους, το 'μαθε ο άλλος βασιλιάς που είχε γιατρευτεί και τους έστειλε τα μαντάτα:
– Θα πάτε να βρείτε το ναύτη που με γιάτρεψε (пойдите найдите моряка, который меня излечил), να βρει κι ο βασιλιάς σας την υγειά του (чтобы обрёл: " нашёл" и царь ваш здоровье его).
Ρωτάνε, ξαναρωτάνε οι αυλικοί (спрашивали, снова спрашивали придворные), τον βρίσκουν το ναύτη στο χωριό του (нашли моряка в деревне его) να τρώει με χρυσά κουτάλια (/когда он/ ел золотыми ложками).
– Έλα να γιατρέψεις και το δικό μας βασιλιά (давай излечи и нашего царя) κι ύστερα θα τρως με κουτάλια μαλαματένια, του είπαν (и потом будешь есть ложками золотыми, – ему сказали).