Κι ο ναύτης δέχτηκε και πήγε μαζί τους (и моряк согласился, и пошёл с ними; δέχομαι – принимать; соглашаться). Βρήκαν το βασιλιά να βογκάει απ' τον πόνο (нашли царя, стонущего от боли; βογγάω – стонать, охать; реветь, шуметь).
– Θα πάτε να βρείτε το ναύτη που με γιάτρεψε, να βρει κι ο βασιλιάς σας την υγειά του.
Ρωτάνε, ξαναρωτάνε οι αυλικοί, τον βρίσκουν το ναύτη στο χωριό του να τρώει με χρυσά κουτάλια.
– Έλα να γιατρέψεις και το δικό μας βασιλιά κι ύστερα θα τρως με κουτάλια μαλαματένια, του είπαν.
Κι ο ναύτης δέχτηκε και πήγε μαζί τους. Βρήκαν το βασιλιά να βογκάει απ' τον πόνο.
– Μη στενοχωριέσαι, μεγαλειότατε, εγώ θα σε γιατρέψω (не расстраивайся, /ваше/ величество, я тебя вылечу), είπε ο ναύτης κι έφτιαξε την αλοιφή με τον ασβέστη και το θειάφι (сказал моряк и сделал смесь из извести и серы).
Αλείφει μια, δυο, τρεις φορές το αυτί του βασιλιά (мажет один, два, три раза ухо царя), κάνει νόημα στο διάβολο να βγει (делает знак бесу, чтобы /он/ вышел), τίποτα ο διάβολος (ничего /не делает/ бес). Του 'γνεφε μέσα από τ' αυτί (/бес/ ему делал знак из уха) πως ο βασιλιάς θα τον κρεμάσει (что царь его повесит), αν δεν του γιατρέψει το αυτί (если ему не вылечит ухо).
– Μη στενοχωριέσαι, μεγαλειότατε, εγώ θα σε γιατρέψω, είπε ο ναύτης κι έφτιαξε την αλοιφή με τον ασβέστη και το θειάφι.
Αλείφει μια, δυο, τρεις φορές το αυτί του βασιλιά, κάνει νόημα στο διάβολο να βγει, τίποτα ο διάβολος. Του 'γνεφε μέσα από τ' αυτί πως ο βασιλιάς θα τον κρεμάσει, αν δεν του γιατρέψει το αυτί.
– Μεγαλειότατε (ваше величество), λέει τότε ο ναύτης (говорит тогда моряк), το δικό σου το αυτί είναι άλλη περίπτωση (твоё ухо – /это/ другой случай). Για να γίνει καλά (чтобы выздоровело: "стало хорошо") δε φτάνει η αλοιφή (не достаточна мазь). Να διατάξεις αύριο το πρωί (прикажи, /чтобы/ завтра утром) να γίνει μεγάλο πανηγύρι (произошёл большой праздник; το πανηγύρι – праздник; гулянье; веселье). Να βαρούν τα τύμπανα (пусть бьют барабаны), να παίζουν οι σάλπιγγες (пусть играют трубы), να πέφτουν κανονιές (пусть гремят: "падают" залпы; η κανονία – пушечный выстрел).
Έτσι κι έγινε (так и вышло). Την άλλη μέρα έγινε πανζουρλισμός στο παλάτι (на следующий день настало всеобщее безумие во дворце; η ζούρλα – сумасшествие, помешательство). Τύμπανα, τρομπέτες, κανονιές (барабаны, трубы, залпы)!
– Μεγαλειότατε, λέει τότε ο ναύτης, το δικό σου το αυτί είναι άλλη περίπτωση. Για να γίνει καλά δε φτάνει η αλοιφή. Να διατάξεις αύριο το πρωί να γίνει μεγάλο πανηγύρι. Να βαρούν τα τύμπανα, να παίζουν οι σάλπιγγες, να πέφτουν κανονιές.
Έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα έγινε πανζουρλισμός στο παλάτι. Τύμπανα, τρομπέτες, κανονιές!
Τ' ακούει ο διάβολος κι απορεί (их слышит бес и недоумевает; απορώ – недоумевать; удивляться):
– Μα τι γίνεται σήμερα, ναύτη, τι σαματάς είν' αυτός; (но что происходит сегодня, моряк, что /за/ шум это?)
– Α, δεν τα 'μαθες διάβολε; (а, не знаешь, бес?) Έρχεται ο παπα-Μανόλης να διαβάσει το βασιλιά (идёт отец Манолис отпевать царя) και τον υποδέχονται (и его встречают; υποδέχομαι – встречать, принимать), αποκρίθηκε ο ναύτης (ответил моряк).
Τ' ακούει ο διάβολος κι απορεί:
Μα τι γίνεται σήμερα, ναύτη, τι σαματάς είν' αυτός;
Α, δεν τα 'μαθες διάβολε; Έρχεται ο παπα-Μανόλης να διαβάσει το βασιλιά και τον υποδέχονται, αποκρίθηκε ο ναύτης.
Σαν άκουσε ο διάβολος τ' όνομα του παπά, βουρλίστηκε (когда услышал бес имя отца, вышел из себя; βουρλίζομαι – выходить из себя; неистовствовать, бушевать). Ούτε κατάλαβε (и даже /сам/ не понял) πώς βγήκε από τ' αυτί του βασιλιά (как вышел из уха царя) κι έγινε καπνός (и стал дымом). Από τότε κανείς δεν τον ξαναείδε σ' εκείνα τα μέρη (с тех пор: "от тогда" никто больше: "снова" его не видел в той местности)…
Όσο για το ναύτη (что касается моряка), τώρα έτρωγε με μαλαματένια κουτάλια (теперь ел золотыми ложками) κι είχε να το λέει (и имел это говорить = и у него было, что порассказать), μα κανείς δεν τον πίστευε (но никто ему не верил) κι όλοι έλεγαν πως αυτά μόνο στα παραμύθια γίνονται (и все говорили, что это только в сказках случается)…
Σαν άκουσε ο διάβολος τ' όνομα του παπά, βουρλίστηκε. Ούτε κατάλαβε πώς βγήκε από τ' αυτί του βασιλιά κι έγινε καπνός. Από τότε κανείς δεν τον ξαναείδε σ' εκείνα τα μέρη…
Όσο για το ναύτη, τώρα έτρωγε με μαλαματένια κουτάλια κι είχε να το λέει, μα κανείς δεν τον πίστευε κι όλοι έλεγαν πως αυτά μόνο στα παραμύθια γίνονται…
Ο βασιλιάς Τριαντάφυλλος. (Царь Роза)
Μια φορά κι έναν καιρό (однажды), σε μια χώρα μακρινή (в стране далёкой), ζούσε ένας βασιλιάς με τη γυναίκα του (жил один царь с женой своей). Είχανε και τρεις όμορφες θυγατέρες (имели и трёх красивых дочерей) που τις αγαπούσανε πολύ (которых очень любили), και περισσότερο την τρίτη (и особенно третью), που ήτανε η πιο όμορφη και η πιο χαϊδεμένη (которая была самая красивая и самая ласковая).
Μια μέρα (в один день = однажды) ο βασιλιάς χρειάστηκε να ταξιδέψει μακριά (царь нуждался = царю было нужно поехать далеко; ταξιδεύω – путешествовать), σ' άλλον τόπο (в другое место), για υποθέσεις του βασιλείου (по делам царства).
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή, ζούσε ένας βασιλιάς με τη γυναίκα του. Είχανε και τρεις όμορφες θυγατέρες που τις αγαπούσανε πολύ, και περισσότερο την τρίτη, που ήτανε η πιο όμορφη και η πιο χαϊδεμένη.
Μια μέρα ο βασιλιάς χρειάστηκε να ταξιδέψει μακριά, σ' άλλον τόπο, για υποθέσεις του βασιλείου.
Προτού ξεκινήσει για το ταξίδι του (прежде чем отправиться в путешествие своё), ρώτησε τη γυναίκα και τις κόρες του (спросил жену и дочерей своих) τι θέλανε να φέρει στην καθεμιά (что бы /они/ хотели, чтобы /он/ привёз каждой). Η βασίλισσα ζήτησε να της φέρει (царица попросила, чтобы /он/ ей привёз) ένα περιδέραιο για το λαιμό (ожерелье на шею). Η πρωτοκόρη του ζήτησε ένα βραχιόλι (первая = старшая дочь у него попросила браслет), η μεσαία μια καρφίτσα (средняя – брошку) και η μικρότερη, αφού συλλογίστηκε πολύ (и младшая, когда подумала долго: "много"), ζήτησε να της φέρει ένα τριαντάφυλλο (попросила ей привезти розу).
Εκείνο τον καιρό (в то время) τα τριαντάφυλλα ήτανε σπάνια λουλούδια (розы были редкие цветы), που φυτρώνανε σ' άλλες χώρες, μακρινές (которые росли в других странах, далёких).
Προτού ξεκινήσει για το ταξίδι του, ρώτησε τη γυναίκα και τις κόρες του τι θέλανε να φέρει στην καθεμιά. Η βασίλισσα ζήτησε να της φέρει ένα περιδέραιο για το λαιμό. Η πρωτοκόρη του ζήτησε ένα βραχιόλι, η μεσαία μια καρφίτσα και η μικρότερη, αφού συλλογίστηκε πολύ, ζήτησε να της φέρει ένα τριαντάφυλλο.
Εκείνο τον καιρό τα τριαντάφυλλα ήτανε σπάνια λουλούδια, που φυτρώνανε σ' άλλες χώρες, μακρινές.
Μπήκε ο βασιλιάς στο καράβι κι έφυγε (поднялся царь на корабль и уехал). Έλειψε καιρό (прошло время), τελείωσε τις υποθέσεις του (закончил дела свои), πήρε τα δώρα που του 'χανε ζητήσει (взял = купил подарки, которые у него просили), μα λησμόνησε το τριαντάφυλλο της μικρής του θυγατέρας (но забыл розу младшей дочери).
Σαν μπήκανε στο καράβι του γυρισμού (когда поднялись на корабль возвращения) με την ακολουθία του (со свитой его) και βρεθήκανε στη μέση του πελάγου (и оказались посреди моря), το καράβι σταμάτησε απότομα (корабль остановился внезапно) και δεν πήγαινε ούτε μπροστά ούτε πίσω (и не шёл ни вперёд, ни назад).