Выбрать главу

Μπήκε ο βασιλιάς στο καράβι κι έφυγε. Έλειψε καιρό, τελείωσε τις υποθέσεις του, πήρε τα δώρα που του 'χανε ζητήσει, μα λησμόνησε το τριαντάφυλλο της μικρής του θυγατέρας.

Σαν μπήκανε στο καράβι του γυρισμού με την ακολουθία του και βρεθήκανε στη μέση του πελάγου, το καράβι σταμάτησε απότομα και δεν πήγαινε ούτε μπροστά ούτε πίσω.

Ο καπετάνιος ρώτησε τους ταξιδιώτες (капитан спросил путешественников):

– Μην είχατε κανένα τάμα και το λησμονήσατε (нет ли у вас: "не имеете ли" какого-нибудь обета, и его забыли), να γυρίσουμε πίσω (чтобы /мы/ вернулись назад), για να προχωρήσει το καράβι στο ταξίδι του; (чтобы продвигался корабль в путешествии его?)

Κανένας δε θυμότανε (никто не вспомнил). Έξαφνα ο βασιλιάς θυμήθηκε (вдруг царь вспомнил) πως είχε λησμονήσει το τριαντάφυλλο της μικρής του θυγατέρας (что забыл розу младшей своей дочери). Γυρίσανε πίσω, λοιπόν… (вернулись назад, итак…)

Ξαναβγαίνει ο βασιλιάς (снова идёт царь) με την ακολουθία του στην ξένη χώρα (со свитой своей в чужую страну). Έψαξε ολούθε για τριαντάφυλλα (искал повсюду розы), μα δε βρήκε πουθενά (но не нашёл нигде), γιατί σ' εκείνη τη χώρα δε φυτρώνανε (потому что в той стране /розы/ не росли).

Ο καπετάνιος ρώτησε τους ταξιδιώτες:

– Μην είχατε κανένα τάμα και το λησμονήσατε, να γυρίσουμε πίσω, για να προχωρήσει το καράβι στο ταξίδι του;

Κανένας δε θυμότανε. Έξαφνα ο βασιλιάς θυμήθηκε πως είχε λησμονήσει το τριαντάφυλλο της μικρής του θυγατέρας. Γυρίσανε πίσω, λοιπόν…

Ξαναβγαίνει ο βασιλιάς με την ακολουθία του στην ξένη χώρα. Έψαξε ολούθε για τριαντάφυλλα, μα δε βρήκε πουθενά, γιατί σ' εκείνη τη χώρα δε φυτρώνανε.

Εκεί που έψαχνε (там, где искал), συνάντησε ένα γέροντα (встретил старика):

– Άκουσε, άρχοντα μου (послушай, правитель мой). Αν ψάχνεις για τριαντάφυλλα (если ищешь розы), θα πας σε μια χώρα πολύ μακριά από δω (пойдёшь в одну страну очень далеко отсюда), σ' ένα άλλο βασίλειο (в другое царство). Εκεί βασιλεύει ένας βασιλιάς (там царствует царь) που καλλιεργεί στους κήπους του (который разводит в садах своих) μόνο τριαντάφυλλα (только розы) και γι' αυτό τον έχουνε ονομάσει (и поэтому его прозвали) «ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος» (царь Роза).

Ξεκίνησε ο βασιλιάς με την ακολουθία του και τ' άλογα τους (снова отправился царь со свитой его и лошадьми их) κι ύστερα από μέρες (и потом через дни = по прошествии нескольких дней) φτάσανε στο μακρινό βασίλειο του βασιλιά Τριαντάφυλλου (прибыли в далёкое царство царя Розы).

Εκεί που έψαχνε, συνάντησε ένα γέροντα:

– Άκουσε, άρχοντα μου. Αν ψάχνεις για τριαντάφυλλα, θα πας σε μια χώρα πολύ μακριά από δω, σ' ένα άλλο βασίλειο. Εκεί βασιλεύει ένας βασιλιάς που καλλιεργεί στους κήπους του μόνο τριαντάφυλλα και γι' αυτό τον έχουνε ονομάσει «ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος».

Ξεκίνησε ο βασιλιάς με την ακολουθία του και τ' άλογα τους κι ύστερα από μέρες φτάσανε στο μακρινό βασίλειο του βασιλιά Τριαντάφυλλου.

Χτύπησε, του ανοίγουν (постучал, ему открывают), παρουσιάζεται, λέει (представляется, говорит):

– Είμαι ο βασιλιάς του τάδε μέρους (я царь таких-то мест).

Τον δεχτήκανε με τιμές (его приняли с почестями), τον φιλοξένησαν (ему оказали гостеприимство). Την άλλη μέρα ο βασιλιάς λέει (на следующий день царь говорит):

Το και το (так и так), δεν μπορώ να γυρίσω (не могу вернуться) πίσω στο σπίτι μου (назад в дом мой), αν δεν πάω ένα τριαντάφυλλο (если не привезу розу) στη μικρή μου θυγατέρα (младшей моей дочери).

Από τους κήπους μου (из садов моих) δεν κόβω ποτέ τριαντάφυλλα (не срезаю никогда розы), μα αφού το θέλει τόσο πολύ η κόρη σου (но раз этого хочет так сильно: "настолько много" дочь твоя), χαλάλι της (для неё не жалко), θα σου χαρίσω ένα (/я/ тебе подарю одну) να της το πας (чтобы /ты/ ей её отвёз), του αποκρίθηκε ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος (ему ответил царь Роза).

Και του 'κοψε το πιο όμορφο τριαντάφυλλο (и ему срезал самую красивую розу).

Χτύπησε, του ανοίγουν, παρουσιάζεται, λέει:

Είμαι ο βασιλιάς του τάδε μέρους. Τον δεχτήκανε με τιμές, τον φιλοξένησαν. Την άλλη μέρα ο βασιλιάς λέει:

Το και το, δεν μπορώ να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου, αν δεν πάω ένα τριαντάφυλλο στη μικρή μου θυγατέρα.

Από τους κήπους μου δεν κόβω ποτέ τριαντάφυλλα, μα αφού το θέλει τόσο πολύ η κόρη σου, χαλάλι της, θα σου χαρίσω ένα να της το πας, του αποκρίθηκε ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος.

Και του 'κοψε το πιο όμορφο τριαντάφυλλο.

Τον αποχαιρέτισε ο βασιλιάς (с ним попрощался царь) και τον προσκάλεσε στο παλάτι του (и его пригласил во дворец свой) να τον φιλοξενήσει κι αυτός (чтобы ему оказал гостеприимство и он). Έφυγε, λοιπόν, και γύρισε στη χώρα του (уехал, итак, и вернулся в страну свою).

Πέρασε καιρός (прошло время). Ήρθε η μέρα που ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος (пришёл день, когда царь Роза) πήγε να τους επισκεφτεί (приехал их посетить).

Έμεινε αρκετές ημέρες (оставался достаточно дней). Προτού φύγει, λέει στο βασιλιά (прежде чем уехать, сказал царю):

– Θέλω να μου δώσεις (хочу, чтобы /ты/ мне дал) για γυναίκα μου τη μικρή σου κόρη (в жёны мне младшую твою дочь). Μα, να ξέρεις (но, чтобы /ты/ знал), θα την πάω πολύ μακριά, στον τόπο μου (/я/ её увезу очень далеко, в место моё = туда, где я живу).

Τον αποχαιρέτισε ο βασιλιάς και τον προσκάλεσε στο παλάτι του να τον φιλοξενήσει κι αυτός. Έφυγε, λοιπόν, και γύρισε στη χώρα του.

Πέρασε καιρός. Ήρθε η μέρα που ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος πήγε να τους επισκεφτεί.

Έμεινε αρκετές ημέρες. Προτού φύγει, λέει στο βασιλιά:

– Θέλω να μου δώσεις για γυναίκα μου τη μικρή σου κόρη. Μα, να ξέρεις, θα την πάω πολύ μακριά, στον τόπο μου.

Ο βασιλιάς το κουβέντιασε με τη βασίλισσα (царь это обсудил с царицей) και στο τέλος αποφάσισαν να δώσουν τη μικρή (и наконец решили отдать младшую /дочь/).

Τόν θέλεις; της είπαν (его хочешь? – ей сказали).

Τόν θέλω (его хочу).

Γίνηκαν οι γάμοι (были свадьбы), έγιναν πανηγύρια μεγάλα σ' όλη τη χώρα (были гулянья большие по всей стране), σημαιοστολίστηκε η πολιτεία (украсился флагами город; η σημαία – флаг) … Την παίρνει μ' ένα ωραίο καράβι (её взял на красивый корабль) και φύγανε για το βασίλειο του (и уплыли в царство его), όπου είχε τα τριαντάφυλλα (где /он/ имел розы).

Ο βασιλιάς το κουβέντιασε με τη βασίλισσα και στο τέλος αποφάσισαν να δώσουν τη μικρή.

Τόν θέλεις; της είπαν.

Τόν θέλω.

Γίνηκαν οι γάμοι, έγιναν πανηγύρια μεγάλα σ' όλη τη χώρα, σημαιοστολίστηκε η πολιτεία… Την παίρνει μ' ένα ωραίο καράβι και φύγανε για το βασίλειο του, όπου είχε τα τριαντάφυλλα.

Όταν φτάσανε εκεί (когда прибыли туда), ζούσαν πάρα πολύ αγαπημένοι (жили очень любящие = в согласии), μα πάρα πολύ αγαπημένοι (действительно в большом согласии; μα – но; /употребляется в клятвах, уверениях/ честное слово и т.п).

Ένα, δύο, τρία χρόνια (один, два, три года), στο τέλος άρχισε η βασιλοπούλα να μελαγχολεί (под конец начала царевна тосковать; μελαγχολία – меланхолия, уныние, грусть). Και μια φορά (и однажды) που 'χαν πάει έναν ωραίο περίπατο (когда пошли на красивую прогулку) κι ο βασιλιάς είχε σκύψει το κεφάλι του (и царь склонил голову свою) στα γόνατα της (на колени её) και του χάιδευε τα μαλλιά (и /она/ ему ласкала волосы = и она гладила его по голове), τα δάκρυα της πέσανε στο πρόσωπο του καυτά (слёзы её падали на лицо его горячие). Σηκώνεται πάνω και της λέει (поднимается вверх и говорит /царь/):

– Γιατί κλαις, κυρά μου; (почему плачешь, госпожа моя?)