Όταν φτάσανε εκεί, ζούσαν πάρα πολύ αγαπημένοι, μα πάρα πολύ αγαπημένοι.
Ένα, δύο, τρία χρόνια, στο τέλος άρχισε η βασιλοπούλα να μελαγχολεί. Και μια φορά που 'χαν πάει έναν ωραίο περίπατο κι ο βασιλιάς είχε σκύψει το κεφάλι του στα γόνατα της και του χάιδευε τα μαλλιά, τα δάκρυα της πέσανε στο πρόσωπο του καυτά. Σηκώνεται πάνω και της λέει:
Γιατί κλαις, κυρά μου;
Αχ! Νοστάλγησα πολύ τον πατέρα μου (тосковала очень по отцу моему; ср. η νοσταλγία), τη μητέρα μου και τις δυο μου αδερφάδες (по матери моей и двум моим сёстрам). Πώς θα 'θελα (как бы /я/ хотела) να πήγαινα για λίγες ημέρες να τους ξαναδώ… (поехать на несколько дней, чтобы снова их увидеть)
Όταν την είδε έτσι βαλαντωμένη (когда её увидел так расстроенную), τόσο πολύ την αγαπούσε, που της λέει (так сильно её любил, что ей говорит):
– Θα σε στείλω στους δικούς σου (/я/ тебя пошлю к твоим /родным/), αλλά δε θα μείνεις περισσότερο από τρεις ημέρες (но не останешься больше, чем на три дня).
Την άλλη μέρα την ετοίμασε (на следующий день её подготовил = собрал) και την έστειλε στους γονιούς της (и её послал к родителям её).
– Αχ! Νοστάλγησα πολύ τον πατέρα μου, τη μητέρα μου και τις δυο μου αδερφάδες. Πώς θα 'θελα να πήγαινα για λίγες ημέρες να τους ξαναδώ…
Όταν την είδε έτσι βαλαντωμένη, τόσο πολύ την αγαπούσε, που της λέει:
– Θα σε στείλω στους δικούς σου, αλλά δε θα μείνεις περισσότερο από τρεις ημέρες.
Την άλλη μέρα την ετοίμασε και την έστειλε στους γονιούς της.
Όταν την είδαν οι αδερφάδες της (когда её увидели сёстры её), ο πατέρας της, η μάνα της (отец её, мать её), χαρές, φιλιά, αγκαλιές (радости, поцелуи, объятия)… Παίζανε οι αδερφάδες χαρούμενες (играли сёстры обрадованные) σαν και πρώτα στους κήπους του παλατιού (как и раньше в садах дворца).
Σαν έφτασε η τρίτη μέρα (когда наступил третий день), για να φύγει (чтобы уезжать), η βασιλοπούλα άρχισε να κλαίει και να στενοχωριέται (царевна начала плакать и грустить).
– Πήγαινε στον άντρα σου (иди к мужу своему), της λένε οι γονιοί της (ей говорят родители её), εδώ δεν έχεις καμιά θέση (здесь не имеешь никакого места). Μας είδες, σε είδαμε, φύγε (нас увидела, тебя увидели, уходи).
Όταν την είδαν οι αδερφάδες της, ο πατέρας της, η μάνα της, χαρές, φιλιά, αγκαλιές… Παίζανε οι αδερφάδες χαρούμενες σαν και πρώτα στους κήπους του παλατιού.
Σαν έφτασε η τρίτη μέρα, για να φύγει, η βασιλοπούλα άρχισε να κλαίει και να στενοχωριέται.
– Πήγαινε στον άντρα σου, της λένε οι γονιοί της, εδώ δεν έχεις καμιά θέση. Μας είδες, σε είδαμε, φύγε.
Οι αδερφάδες της όμως δεν την αφήνανε (сёстры её, однако, её не отпускали):
– Μείνε μ' εμάς, μείνε ίσαμε αύριο (оставайся с нами, оставайся до завтра)! Αυτή δεν έμεινε μια μέρα μονάχα (она не осталась на один день только),
έμεινε τρεις ακόμη (осталась на три /дня/ ещё). Στέλνει τότε ένα πουλί ο βασιλιάς (посылает тогда птицу царь), ένα περιστέρι, που στο στόμα του κράταγε ένα γράμμα (голубя, который в клюве своём: "во рту" держал письмо). Της χτύπησε το παράθυρο τρεις φορές (ей постучал в окно три раза), του ανοίξανε (ему открыли). Όπου της εμήναγε (когда её позвали; μηνώ – извещать; вызывать): «Πρέπει να γυρίσεις αμέσως (следует, чтобы ты вернулась тотчас), ειδεμή δε θέλω πια να σ' έχω γυναίκα μου (иначе не хочу больше тебя иметь женой моей)».
Οι αδερφάδες της όμως δεν την αφήνανε:
– Μείνε μ' εμάς, μείνε ίσαμε αύριο!
Αυτή δεν έμεινε μια μέρα μονάχα, έμεινε τρεις ακόμη. Στέλνει τότε ένα πουλί ο βασιλιάς, ένα περιστέρι, που στο στόμα του κράταγε ένα γράμμα. Της χτύπησε το παράθυρο τρεις φορές, του ανοίξανε. Όπου της εμήναγε: «Πρέπει να γυρίσεις αμέσως, ειδεμή δε θέλω πια να σ' έχω γυναίκα μου».
Τότε με δάκρυα στα μάτια (тогда со слезами на глазах) αποφάσισε και πήγε στον άντρα της (решила и поехала к мужу своему). Έμεινε κοντά του (осталась рядом с ним). Έγινε η ζωή τους όμορφη, αρμονική (стала жизнь их прекрасной, гармоничной), κάνανε γιορτές, γλέντια, περιπάτους (устраивали праздники, пиры, прогулки; το γλέντι – веселье; пирушка), πηγαίνανε στο κυνήγι (ездили на охоту), ώσπου πέρασαν δυο τρία χρόνια (пока /не/ прошли вторые три года). Πάλι εκείνη άρχισε να νοσταλγεί τους δικούς της (опять она начала тосковать по своим /родным/) και να υποφέρει (и страдать).
Με τα πολλά παρακάλια, ο βασιλιάς της λέει (с многими мольбами, царь ей говорит):
Πήγαινε και τούτη τη φορά (поезжай и в этот раз), μα δε θα μείνεις περισσότερο από μια βδομάδα (но не останешься больше одной недели).
Να πάω (поеду), και στη βδομάδα θα 'μαι εδώ (и через неделю буду здесь).
Τότε με δάκρυα στα μάτια αποφάσισε και πήγε στον άντρα της. Έμεινε κοντά του. Έγινε η ζωή τους όμορφη, αρμονική, κάνανε γιορτές, γλέντια, περιπάτους, πηγαίνανε στο κυνήγι, ώσπου πέρασαν δυο τρία χρόνια. Πάλι εκείνη άρχισε να νοσταλγεί τους δικούς της και να υποφέρει.
Με τα πολλά παρακάλια, ο βασιλιάς της λέει:
– Πήγαινε και τούτη τη φορά, μα δε θα μείνεις περισσότερο από μια βδομάδα.
– Να πάω, και στη βδομάδα θα 'μαι εδώ.
Πήγε κι έμεινε τρεις και τέσσερις ημέρες (поехала и оставалась /там/ три и четыре дня), και πέντε και έξι μέρες (и пять и шесть дней), δε γύριζε πίσω (не возвращалась обратно). Οι αδερφές της δεν την άφηναν (сёстры её не отпускали её).
Ο βασιλιάς ξαναστέλνει τότε (царь снова посылает тогда) πάλι το περιστέρι με το γράμμα στο στόμα (опять голубя с письмом в клюве). Χτυπάει το παράθυρο μια, δυο, τρεις (стучит в окно один, два, три /раза/), του ανοίγουν, παίρνουν το γράμμα (ему открывают, берут письмо), βλέπουν ότι πρέπει να γυρίσει αμέσως (видят, что нужно возвращаться тотчас). Αλλά τι κάνανε; (но что сделали?) Το διώξανε το περιστέρι (выгнали голубя) δίχως να γυρίσει πίσω η βασιλοπούλα (без /того/, чтобы вернулась назад царевна).
Σαν είδε ο βασιλιάς το περιστέρι δίχως τη γυναίκα του (когда увидел царь голубя без жены его), άρχισε να στεναχωριέται (начал страдать) κι αποφάσισε να μην την ξαναστείλει (и решил не посылать снова за ней).
Πήγε κι έμεινε τρεις και τέσσερις ημέρες, και πέντε και έξι μέρες, δε γύριζε πίσω. Οι αδερφές της δεν την άφηναν.
Ο βασιλιάς ξαναστέλνει τότε πάλι το περιστέρι με το γράμμα στο στόμα. Χτυπάει το παράθυρο μια, δυο, τρεις, του ανοίγουν, παίρνουν το γράμμα, βλέπουν ότι πρέπει να γυρίσει αμέσως. Αλλά τι κάνανε; Το διώξανε το περιστέρι δίχως να γυρίσει πίσω η βασιλοπούλα.
Σαν είδε ο βασιλιάς το περιστέρι δίχως τη γυναίκα του, άρχισε να στεναχωριέται κι αποφάσισε να μην την ξαναστείλει.
Μετά από μέρες (через дни = по прошествии некоторого времени) αφήνει τα γονικά της και γυρίζει κοντά του (/царевна/ оставляет родителей её и возвращается к нему). Άρχισε να κλαίει (начала плакать) και να του ζητάει συχώρεση (и у него просит прощения).
Εκείνος τη συγχώρησε (тот её прощает) και τη δέχτηκε πάλι στο παλάτι κυρά και βασίλισσα (и её принимает снова во дворце госпожой и царицей).
Πέρασαν πάλι κάμποσα χρόνια (прошло опять немало лет), άρχισε πάλι να πονά (/царица/ начала снова страдать) και να ζητά τους δικούς της (и стремиться к своим; ζητώ – просить; требовать; стремиться). Έκλαψε, έκλαψε (плакала, плакала), ώσπου εκείνος τη λυπήθηκε και της είπε (пока тот её /не/ пожалел и ей сказал):
– Και τούτη τη φορά θα υποχωρήσω (и в этот раз /я/ тебе уступлю), θα σε στείλω (тебя отправлю), αλλά, αν αργήσεις (но, если опоздаешь), πίσω μη γυρίσεις (назад не вернёшься)!