Μετά από μέρες αφήνει τα γονικά της και γυρίζει κοντά του. Άρχισε να κλαίει και να του ζητάει συχώρεση.
Εκείνος τη συγχώρησε και τη δέχτηκε πάλι στο παλάτι κυρά και βασίλισσα.
Πέρασαν πάλι κάμποσα χρόνια, άρχισε πάλι να πονά και να ζητά τους δικούς της. Έκλαψε, έκλαψε, ώσπου εκείνος τη λυπήθηκε και της είπε:
– Και τούτη τη φορά θα υποχωρήσω, θα σε στείλω, αλλά, αν αργήσεις, πίσω μη γυρίσεις!
Έφυγε αυτή (уехала она), τη συνοδέψανε άνθρωποι του βασιλιά (её сопровождали люди царя), υπασπιστές και δούλοι (приближённые и слуги; ο υπασπιστής – адъютант), και την πήγανε στα γονικά της (и её отвезли к родителям её).
Έφτασε, χαρές ο πατέρας, η μάνα, οι αδερφάδες (приехала, рады отец, мать, сёстры), η πόλη σημαιοστολίστηκε (город украсился флагами), γιατί γύρισε η βασιλοπούλα πάλι (потому что вернулась царевна снова). Αφού κάθισε ημέρες πολλές (когда просидела дни многие = провела там много дней), πέρασαν και οι δέκα που 'χε διορία (прошли и десять /дней/, которые имела сроком) και δε γύρναγε (и не вернулась). Πάλι ο βασιλιάς της στέλνει το πουλί (снова царь ей шлёт птицу), το περιστέρι, με το γράμμα, και της γράφει (голубя, с письмом, и ей пишет): «Αν δε γυρίσεις αμέσως, να μην ξανάρθεις πια (если не вернёшься тотчас, не вернёшься больше)!»
Έφυγε αυτή, τη συνοδέψανε άνθρωποι του βασιλιά, υπασπιστές και δούλοι, και την πήγανε στα γονικά της.
Έφτασε, χαρές ο πατέρας, η μάνα, οι αδερφάδες, η πόλη σημαιοστολίστηκε, γιατί γύρισε η βασιλοπούλα πάλι. Αφού κάθισε ημέρες πολλές, πέρασαν και οι δέκα που 'χε διορία και δε γύρναγε. Πάλι ο βασιλιάς της στέλνει το πουλί, το περιστέρι, με το γράμμα, και της γράφει: «Αν δε γυρίσεις αμέσως, να μην ξανάρθεις πια!»
Περνάει και μήνας και δε γυρίζει (проходит и месяц, и не возвращается). Μια μέρα σηκώθηκε (однажды поднялась /она/), αποχαιρέτισε τους δικούς της (попрощалась со своими /родными/) και ξεκίνησε να ξαναπάει στον άντρα της (и пустилась в путь, и снова пошла к мужу её).
Σαν έφτασε έξω από το παλάτι (когда прибыла снаружи дворца = когда оказалась снаружи дворца), βρίσκει τις πόρτες όλες αμπαρωμένες (нашла двери все запертыми на засов; η αμπάρα – засов). Το φυλάγανε φρουροί με όπλα (его охраняли стражи с оружием) και δεν την άφηναν να μπει (и не позволяли ей войти). Άρχισε να κλαίει έξω από τη θύρα (начала плакать снаружи двери) και να παρακαλεί να δει τον άντρα της (и просить увидеть мужа её).
Περνάει και μήνας και δε γυρίζει. Μια μέρα σηκώθηκε, αποχαιρέτισε τους δικούς της και ξεκίνησε να ξαναπάει στον άντρα της.
Σαν έφτασε έξω από το παλάτι, βρίσκει τις πόρτες όλες αμπαρωμένες. Το φυλάγανε φρουροί με όπλα και δεν την άφηναν να μπει. Άρχισε να κλαίει έξω από τη θύρα και να παρακαλεί να δει τον άντρα της.
Του το λένε του βασιλιά (об этом сказали царю). Δεν πήγε την πρώτη φορά (не пошёл в первый раз). Με τα πολλά παρακάλια (с многими мольбами), βγαίνει ο βασιλιάς στην πόρτα (идёт царь к двери) όπου 'τανε αυτή και της λέει (где была она, и ей говорит):
– Δεν μπορώ να σε δεχτώ (не могу тебя принять), γιατί τρεις φορές με περιγελούσες (потому что три раза меня обманула; περιγελώ – обманывать; насмехаться; γελώ – смеяться; обманывать) και έστελνες το πουλί αδειανό (и посылала птицу пустую), ούτε μ' ένα γράμμα (не с письмом).
Την έδιωξε (её прогнал).
– Μόνο, να, την ορμήνεψε (только, вот, – ей посоветовал), πάρε αυτές τις τρίχες από την κεφαλή μου (возьми эти волосы из головы моей), φύλαχ' τες πολύ καλά (береги их очень хорошо), κι αν πάθεις κανένα μεγάλο κακό (и если будешь терпеть какое-то большое зло; παθαίνω – терпеть, претерпевать; вынести, выстрадать), να τις κάψεις (их сожги) και θα 'ρθω να σε βοηθήσω (и /я/ приду тебе помочь).
Του το λένε του βασιλιά. Δεν πήγε την πρώτη φορά. Με τα πολλά παρακάλια, βγαίνει ο βασιλιάς στην πόρτα όπου 'τανε αυτή και της λέει:
– Δεν μπορώ να σε δεχτώ, γιατί τρεις φορές με περιγελούσες και έστελνες το πουλί αδειανό, ούτε μ' ένα γράμμα.
Την έδιωξε.
– Μόνο, να, την ορμήνεψε, πάρε αυτές τις τρίχες από την κεφαλή μου, φύλαχ' τες πολύ καλά, κι αν πάθεις κανένα μεγάλο κακό, να τις κάψεις και θα 'ρθω να σε βοηθήσω.
Έφυγε αυτή (ушла она), γύρισε από δω, γύρισε από κει (скиталась отсюда, скиталась оттуда = скиталась то тут, то там), γύρισε χώρες, γύρισε χωριά (скиталась по странам, скиталась по деревням), γύρισε μέρη πολλά (скиталась в местностях многих), λιώσανε τα ρούχα της (износились одежды её). Μια νύχτα (одной ночью = однажды ночью), εκεί που περπάταγε στην ερημιά (там, где шла в глуши), βλέπει ένα φως από μακριά (видит свет издалека).
Πάει κοντά (идёт ближе = подходит ближе) και βροντάει σε μιας γριάς το καλύβι (и стучится в одной старухи хижину = в хижину одной старухи), που ζούσε με το γιο της (которая жила с сыном её).
– Άνοιξε μου, σε παρακαλώ (открой мне, тебя прошу), καλή μου κυρούλα (добрая моя госпожа), κι άσε με να ξαποστάσω (и позволь мне отдохнуть), γιατί απόκανα να περπατώ… (потому что /я/ устала идти)
– Από πού έρχεσαι; της λέει η γριά (откуда идёшь? – ей говорит старуха).
– Δούλευα σ' ένα χτήμα (/я/ работала в усадьбе) και μ' έδιωξε το αφεντικό (и меня прогнал хозяин).
Έφυγε αυτή, γύρισε από δω, γύρισε από κει, γύρισε χώρες, γύρισε χωριά, γύρισε μέρη πολλά, λιώσανε τα ρούχα της. Μια νύχτα, εκεί που περπάταγε στην ερημιά, βλέπει ένα φως από μακριά.
Πάει κοντά και βροντάει σε μιας γριάς το καλύβι, που ζούσε με το γιο της.
– Άνοιξε μου, σε παρακαλώ, καλή μου κυρούλα, κι άσε με να ξαποστάσω, γιατί απόκαμα να περπατώ…
Από πού έρχεσαι; της λέει η γριά.
Δούλευα σ' ένα χτήμα και μ' έδιωξε το αφεντικό.
Την παίρνει η γριά (её берёт старуха = старуха её пускает), της δίνει να φάει (ей даёт поесть) και της στρώνει να κοιμηθεί (и ей стелит, чтобы /она/ поспала). Όταν ξεκουράστηκε, λέει της γριάς (когда отдохнула, говорит старухе):
– Δε μου δίνεις τα ρούχα του παιδιού σου (не дашь мне одежды ребёнка твоего) και το καπέλο του (и шапку его), να ντυθώ άντρας να φύγω (чтобы /я/ переоделась мужчиной чтобы уйти), γιατί έτσι θα βρω πιο εύκολα δουλειά; (потому что так найду более легко работу?)
Η γριά την λυπήθηκε (старуха её пожалела) και της έδωσε ό, τι ζήτησε (и ей дала то, что просила). Εκείνη ντύθηκε αντρίκεια (та оделась по-мужски), έχωσε στο καπέλο τα μαλλιά της κι έφυγε (засунула под шапку волосы свои и ушла).
Την παίρνει η γριά, της δίνει να φάει και της στρώνει να κοιμηθεί. Όταν ξεκουράστηκε, λέει της γριάς:
– Δε μου δίνεις τα ρούχα του παιδιού σου και το καπέλο του, να ντυθώ άντρας να φύγω, γιατί έτσι θα βρω πιο εύκολα δουλειά;
Η γριά την λυπήθηκε και της έδωσε ό, τι ζήτησε. Εκείνη ντύθηκε αντρίκεια, έχωσε στο καπέλο τα μαλλιά της κι έφυγε.
Γύρισε από δω, γύρισε από κει (скиталась то тут, то там) , γύρισε τον κόσμο όλον (скиталась по миру всему), ώσπου φτάνει σ' ένα βασίλειο (пока не пришла в царство) που βασίλευε ένας βασιλιάς (где царствовал один царь). Βροντάει την πόρτα (стучит в дверь), παρακαλεί τους υπηρέτες (просит слуг) να την πάρει ο βασιλιάς στη δούλεψη του (чтобы её взял царь на службу свою).
Ρώτησαν το βασιλιά και αποκρίθηκε (спросили царя, и /он/ ответил):
– Φέρτε τον να τον δω (приведите его, чтобы /я/ на него посмотрел). Παρουσιάζεται μπροστά του (предстаёт перед ним) ένα όμορφο παλικάρι (красивый парень).
– Με λένε Γιάννη (меня зовут Яннис).
Γύρισε από δω, γύρισε από κει, γύρισε τον κόσμο όλον, ώσπου φτάνει σ' ένα βασίλειο που βασίλευε ένας βασιλιάς. Βροντάει την πόρτα, παρακαλεί τους υπηρέτες να την πάρει ο βασιλιάς στη δούλεψη του.