Ρώτησαν το βασιλιά και αποκρίθηκε:
– Φέρτε τον να τον ιδώ.
Παρουσιάζεται μπροστά του ένα όμορφο παλικάρι.
Με λένε Γιάννη.
Καλά, του λέει, Γιάννη (хорошо, – ему говорит /царь/ – Яннис), θα σε πάρω στη δούλεψη μου (я тебя возьму на службу мою). Θα πηγαίνω για κυνήγι (буду ездить на охоту) και για περίπατο με τ' άλογο μου (и на прогулку на коне моём) και, άμα δε θέλει να 'ρχεται η βασίλισσα (и, если не хочет пойти царица), θα με ακολουθείς εσύ (меня сопровождать будешь ты; ακολουθώ – следовать; сопровождать). Θα 'σαι ακόλουθος μου (/ты/ будешь сопровождающий мой).
Δέχτηκε ο Γιάννης (был принят Яннис) κι από τότε άρχισε να βγαίνει με το βασιλιά στο κυνήγι (и с тех пор: "от тогда" начал выезжать с царём на охоту) και να υπηρετάει τη βασίλισσα (и прислуживать царице). Ήτανε κι όμορφος (был /он ведь/ и красивый)!
– Καλά, του λέει, Γιάννη, θα σε πάρω στη δούλεψη μου. Θα πηγαίνω για κυνήγι και για περίπατο με τ' άλογο μου και, άμα δε θέλει να 'ρχεται η βασίλισσα, θα με ακολουθείς εσύ. Θα 'σαι ακόλουθος μου.
Δέχτηκε ο Γιάννης κι από τότε άρχισε να βγαίνει με το βασιλιά στο κυνήγι και να υπηρετάει τη βασίλισσα. Ήτανε κι όμορφος!
Μετά από λίγες ημέρες, η βασίλισσα (через несколько дней царица), που 'βλεπε το μεγάλο ενδιαφέρον του βασιλιά για το Γιάννη (которая видела большой интерес царя к Яннису), άρχισε να ζηλεύει και να του λέει (начала ревновать и ему говорить):
– Δίωξε το Γιάννη, διώξ' τον (прогони Янниса, прогони его)!
Ο βασιλιάς δεν έβρισκε αιτία (царь не находил причины) να τον διώξει και της έλεγε (его изгнать и ей говорил):
– Είναι καλός και στο κυνήγι και στη συντροφιά (/он/ хорош и в охоте и в компании; η συντροφιά – компания, общество).
Τέλος πάντων, δεν την υπάκουσε (в общем, её не послушался; τέλος πάντων – наконец, в конце концов; ладно) και μία ημέρα πήρε το Γιάννη (и однажды: "в один день" взял Янниса) και βγήκανε αντάμα στο κυνήγι (и пошли вместе на охоту). Η βασίλισσα έμεινε στην κάμαρα της (царица осталась в комнате своей). Σα φτάσανε στο μέρος του κυνηγιού (когда прибыли на место охоты), τηράει ο βασιλιάς κι είχε λησμονήσει τ' ωρολόγι του (смотрит царь и забыл часы свои).
Μετά από λίγες ημέρες, η βασίλισσα, που 'βλεπε το μεγάλο ενδιαφέρον του βασιλιά για το Γιάννη, άρχισε να ζηλεύει και να του λέει:
– Δίωξε το Γιάννη, διώξ' τον!
Ο βασιλιάς δεν έβρισκε αιτία να τον διώξει και της έλεγε:
– Είναι καλός και στο κυνήγι και στη συντροφιά.
Τέλος πάντων, δεν την υπάκουσε και μία ημέρα πήρε το Γιάννη και βγήκανε αντάμα στο κυνήγι. Η βασίλισσα έμεινε στην κάμαρα της. Σα φτάσανε στο μέρος του κυνηγιού, τηράει ο βασιλιάς κι είχε λησμονήσει τ' ωρολόγι του.
Πήγαινε, Γιάννη, στο παλάτι (иди, Яннис, во дворец) να μου το φέρεις (чтобы мне их принести).
Μετά χαράς, άρχοντα μου (с удовольствием, правитель мой), λέει ο Γιάννης και τρέχει στο παλάτι (говорит Яннис и бежит во дворец). Τότε η βασίλισσα, η πονηρή και η κακιά (тогда царица, хитрая и злобная), βρήκε την ευκαιρία να τον γδικηθεί (нашла удобный случай ему отомстить; η ευκαιρία – возможность; удобный момент; γδικιέμαι, ср. η δίκη – суд; отмщение). Τον κλειδώνει στην κάμαρη της (его запирает в комнате её; ср. το κλειδί – ключ) κι αρχίζει μονάχη της να μαλλιοτραβιέται (и начинает сама рвать на себе волосы; ср. τα μαλλιά – волосы; τραβώ – рвать), να γρατζουνιέται στα μούτρα (царапать на лице), να τσιμπιέται και να λέει του Γιάννη (щипать себя и говорить Яннису):
Γιατί μου τα κάνεις αυτά εσύ (почему мне делаешь это ты), γιατί μου τα κάνεις; (почему мне это делаешь?)
Ο Γιάννης διαμαρτυρόταν (Яннис стал возражать; διαμαρτυρώ – протестовать):
– Εγώ, κυρά μου; (я, госпожа моя?) Έλα στα συγκαλά σου (приди в себя; τα
συγκαλά – нормальное состояние; δεν είμαι στα συγκαλά μου – я не в своём уме).
– Πήγαινε, Γιάννη, στο παλάτι να μου το φέρεις.
– Μετά χαράς, άρχοντα μου, λέει ο Γιάννης και τρέχει στο παλάτι. Τότε η βασίλισσα, η πονηρή και η κακιά, βρήκε την ευκαιρία να τον γδικηθεί. Τον κλειδώνει στην κάμαρη της κι αρχινάει μονάχη της να μαλλιοτραβιέται, να γρατζουνιέται στα μούτρα, να τσιμπιέται και να λέει του Γιάννη:
Γιατί μου τα 'κανες αυτά εσύ, γιατί μου τα 'κανες; Ο Γιάννης διαμαρτυρόταν:
Εγώ, κυρά μου; Έλα στα συγκαλά σου.
– Πήγαινε, του λέει, φεύγα (уходи, – ему говорит, – беги)! Και τώρα, να 'ρθει ο βασιλιάς (и теперь, пусть придёт царь)!…
Εγύρισε το γιόμα ο βασιλιάς και τι να δει (вернулся в полдень царь, и что /же он/ видит)! Τη γυναίκα του αναμαλλιασμένη (жену свою взлохмаченную; τα μαλλιά – волосы), αναστατωμένη, ταραγμένη (взбудораженную, расстроенную).
Φωνάζει το Γιάννη (зовёт Янниса):
– Σήκωσες χέρι στη βασίλισσα; (/ты/ поднял руку на царицу?)
– Δεν ξέρω τίποτα, άρχοντα μου (не знаю ничего, правитель мой), το και το, μονάχη της τα 'κανε (так и так, сама это сделала), πήρα το ρολόι κι έφυγα τρεχάτος (/я/ взял часы и ушёл бегущий = и бегом убежал). Δεν ξέρω τίποτα, σ' ορκίζομαι (не знаю ничего, тебе клянусь)!
Δεν τον πίστεψε ο βασιλιάς (ему не поверил царь).
– Πήγαινε, του λέει, φεύγα! Και τώρα, να 'ρθει ο βασιλιάς!…
Εγύρισε το γιόμα ο βασιλιάς και τι να ιδεί! Τη γυναίκα του αναμαλλιασμένη, αναστατωμένη, ταραγμένη. Φωνάζει το Γιάννη:
– Σήκωσες χέρι στη βασίλισσα;
– Δεν ξέρω τίποτα, άρχοντα μου, το και το, μονάχη της τα 'κανε, πήρα το ρολόι κι έφυγα τρεχάτος. Δεν ξέρω τίποτα, σ' ορκίζομαι!
Δεν τον πίστεψε ο βασιλιάς.
– Φύγε από μπροστά μου (уходи от передо мной = уходи с глаз моих) και να μη σε ξαναδώ (и чтобы /я/ тебя больше не видел: "снова не видел")! Αλλά δε θα σ' αφήσω έτσι (но тебя не отпущу так)! Για τη μεγάλη προσβολή που 'κανες στη γυναίκα μου (за большую обиду, которую /ты/ сделал = причинил жене моей), για την ντροπή που 'δωκες στο σπίτι μου (за позор, который дал = причинил дому моему), θα δώσω διαταγή να σε ντουφεκίσουν (дам приказ, чтобы тебя расстреляли)! Πάρτε τον (возьмите его), διατάζει αμέσως (приказал /царь/ тут же), και κλείστε τον στη φυλακή (и заприте его в тюрьме; το κλειδί – ключ) ίσαμε να 'ρθει η μέρα να τον εκτελέσουν (пока не придёт день, чтобы его расстреляли; ср. το τέλος – конец; εκτελώ ποίνη – привести в исполнение приговор).
Τον πήραν το μαύρο Γιάννη (взяли печального: "чёрного" Янниса) κλαίγοντας και σούρνοντας (плачущего и плетущегося; σούρνω = σέρνω – тянуть; тащиться, плестись) και τον κλείσανε σε μία μεγάλη φυλακή (и его заперли в большой тюрьме). Η φυλακή ήτανε κοντά σ' ένα ρέμα (тюрьма была рядом с руслом), όπου βγαίνανε ποντικοί κι όλα τα φίδια του ποταμού (где выползали мыши и все змеи реки).
– Φύγε από μπροστά μου και να μη σε ξαναδώ! Αλλά δε θα σ' αφήσω έτσι! Για τη μεγάλη προσβολή που 'κανες στη γυναίκα μου, για την ντροπή που 'δωκες στο σπίτι μου, θα δώσω διαταγή να σε ντουφεκίσουν! Πάρτε τον, διατάζει αμέσως, και κλείστε τον στη φυλακή ίσαμε να 'ρθει η μέρα να τον εκτελέσουν.
Τον πήραν το μαύρο Γιάννη κλαίγοντας και σούρνοντας και τον κλείσανε σε μία μεγάλη φυλακή. Η φυλακή ήτανε κοντά σ' ένα ρέμα, όπου βγαίνανε ποντικοί κι όλα τα φίδια του ποταμού.
Έκλαιγε ο Γιάννης (заплакал Яннис):
– Δεν ξέρω τίποτα, δεν ξέρω τίποτα (не знаю ничего, не знаю ничего), αυτή 'ναι η τιμωρία μου (это наказание моё), γιατί δε γύρισα πίσω (потому что не вернулась назад), δεν κράτησα το λόγο μου (не сдержала слова моего)! Πού 'σαι, άντρα μου (где /ты/, муж мой), να με λυπηθείς με το κακό που έπαθα (пожалел бы меня со злом, которое /я/ перенесла = зная, что я перенесла)!