Μ… μ… μ…!
Γιατί στην πολιτεία ξεραίνεται η μηλιά;
– Γιατί στη ρίζα της είναι ένας ποντικός και την τρώει … Χριτς, πάει και η τρίτη τρίχα.
Μ… μ… μ…!
Γιατί ο βαρκάρης δεν μπορεί να φύγει;
– Γιατί πρέπει, μόλις βάλει άνθρωπο στη βάρκα του, να πηδήσει πρώτος στη στεριά και μετά να πει: «Τώρα εσύ θα είσαι ο βαρκάρης…»
Κι ο Δράκος συνέχισε το βαθύ του ύπνο.
Το παιδί πήρε το δρόμο του γυρισμού (юноша отправился обратно: "взял дорогу возвращения"). Μόλις έφτασε στο ποτάμι (едва /он/ прибыл к реке) κι ο βαρκάρης τον πέρασε απέναντι (и лодочник его переправил напротив = на другой берег), του είπε (ему сказал) πώς να λυτρωθεί (как освободиться; λυτρώνω – освобождать, избавлять; το λύτρο – выкуп). Κατόπιν πέρασε κι απ' τις πολιτείες (потом проходил и через города) κι είπε στους ανθρώπους (и сказал людям) γιατί σαπίζουν τα μήλα (почему гниют яблоки) και γιατί στερεύει η βρύση (и почему иссякает источник). Αυτοί, για να τον ευχαριστήσουν (они, чтобы его отблагодарить), του έδωσαν δύο πουγκιά λίρες (ему дали два кошелька лир). Την τρίτη μέρα έφτασε στο παλάτι (на третий день /он/ прибыл во дворец).
Το παιδί πήρε το δρόμο του γυρισμού. Μόλις έφτασε στο ποτάμι κι ο βαρκάρης τον πέρασε απέναντι, του είπε πώς να λυτρωθεί. Κατόπιν πέρασε κι απ' τις πολιτείες κι είπε στους ανθρώπους γιατί σαπίζουν τα μήλα και γιατί στερεύει η βρύση. Αυτοί, για να τον ευχαριστήσουν, του έδωσαν δύο πουγκιά λίρες. Την τρίτη μέρα έφτασε στο παλάτι.
Βασιλιά μου (царь мой), πάρε τις χρυσές τρίχες (возьми три золотых волоса) και δυο πουγκιά λίρες (и два кошелька лир).
Καλά τις τρίχες (хорошо волосы = ладно волосы), μα τις λίρες πού τις βρήκες; (но лиры, где их нашёл?) ρώτησε όλο κακία ο βασιλιάς (спросил злобно царь).
– Τις έκλεψα απ' το Δράκο (их украл у Дракона; κλέφτω, ср. клептомания), αποκρίθηκε το παλικάρι (ответил мόлодец), που είχε πια καταλάβει το κακό (который уже понял зло) που πήγε να του κάνει ο βασιλιάς (которое собирался ему причинить царь: "которое шёл, чтобы ему сделать"). Έχει στη σπηλιά του (имеет = у него есть в пещере его) ολάκερο θησαυρό (огромное сокровище; ολάκερος = ολόκληρος – весь, целый; очень большой).
Βασιλιά μου, πάρε τις χρυσές τρίχες και δυο πουγκιά λίρες.
Καλά τις τρίχες, μα τις λίρες πού τις βρήκες; ρώτησε όλο κακία ο βασιλιάς.
– Τις έκλεψα απ' το Δράκο, αποκρίθηκε το παλικάρι, που είχε πια καταλάβει το κακό που πήγε να του κάνει ο βασιλιάς. Έχει στη σπηλιά του ολάκερο θησαυρό.
Την άλλη μέρα (на следующий день), ο βασιλιάς πήρε το άλογο του (царь взял коня его = своего) κι έφυγε κρυφά (и уехал тайно) να πάει να πάρει (чтобы пойти взять) το θησαυρό του Δράκου (сокровище Дракона). Σαν έφτασε στο ποτάμι (когда достиг реки), τον έβαλε ο βαρκάρης στη βάρκα (его посадил лодочник в лодку) μα, μόλις έφτασαν στην αντίπερα όχθη (но, как только достигли противоположного берега), ο βαρκάρης πρόλαβε (лодочник опередил) και κατέβηκε πρώτος (и соскочил первый; κατεβαίνω – сходить, спускаться; выходить /из транспорта/ )και φώναξε (и закричал):
– Τώρα εσύ θα είσαι ο βαρκάρης (теперь ты будешь лодочником).
Την άλλη μέρα, ο βασιλιάς πήρε το άλογο του κι έφυγε κρυφά να πάει να πάρει το θησαυρό του Δράκου. Σαν έφτασε στο ποτάμι, τον έβαλε ο βαρκάρης στη βάρκα μα, μόλις έφτασαν στην αντίπερα όχθη, ο βαρκάρης πρόλαβε και κατέβηκε πρώτος και φώναξε:
– Τώρα εσύ θα είσαι ο βαρκάρης.
Κι έτσι ο βασιλιάς έμεινε (и так царь остался; μένω) δεμένος με τη βάρκα (связанный с лодкой) για όλα του τα χρόνια (на все его годы = на всю жизнь). Και το παλικάρι έγινε βασιλιάς αληθινός (и мόлодец стал царём истинным), άξιος κι αγαπητός (достойным и любимым) κι έζησαν όλοι καλά (и жили все хорошо) κι εμείς καλύτερα (и мы ещё лучше).
Κι έτσι ο βασιλιάς έμεινε δεμένος με τη βάρκα για όλα του τα χρόνια. Και το παλικάρι έγινε βασιλιάς αληθινός, άξιος κι αγαπητός κι έζησαν όλοι καλά κι εμείς καλύτερα.
Η γυναίκα του σκύλου. (Жена пса)
Μία φορά κι έναν καιρό (один раз и в одно время = однажды), σε μια χώρα μακρινή (в стране далёкой), ζούσε ένας βασιλιάς με μια βασίλισσα (жил царь с царицей) που είχαν τρεις πανέμορφες θυγατέρες (которые имели трёх прекраснейших дочерей).
Σαν μεγαλώσανε (когда /дочери/ выросли) κι ήρθε ο καιρός να παντρευτούνε (и пришло время, чтобы выходили замуж), οι γονείς τους (родители их) ψάχνανε να βρούνε (искали, чтобы найти) να τους δώσουνε για γαμπρούς τα καλύτερα παλικάρια (чтобы им дать в женихи самых красивых мόлодцев). Εκείνο τον καιρό (в то время) αποφάσιζαν οι γονείς (решали родители) για την τύχη των παιδιών τους (о судьбе детей своих).
Μία φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή, ζούσε ένας βασιλιάς με μια βασίλισσα που είχαν τρεις πανέμορφες θυγατέρες.
Σαν μεγαλώσανε κι ήρθε ο καιρός να παντρευτούνε, οι γονιοί τους ψάχνανε να βρούνε να τους δώσουνε για γαμπρούς τα καλύτερα παλικάρια. Εκείνο τον καιρό αποφάσιζαν οι γονείς για την τύχη των παιδιών τους.
Σκέφτηκαν από δω, σκέφτηκαν από κει (думали отсюда, думали оттуда = думали и так и сяк), ώσπου η βασίλισσα λέει του βασιλιά (до тех пор, пока царица говорит царю = пока царица не сказала царю):
– Ξέρεις τι να κάνουμε; (Знаешь, что /мы/ сделаем?) Να φτιάξουμε μια μεγάλη ζωγραφιά των κοριτσιών (давай сделаем большой портрет девушек) και να τη βάλουμε στην ακροθαλασσιά (и его положим на морском берегу; το άκρο – край; η θάλασσα – море). Καθώς (когда) θα περνούνε από κει (будут отправляться оттуда) πολλοί ξένοι με τα καράβια (многие чужестранцы с кораблями), θα βλέπουν τις αρχοντοπούλες (увидят девушек; το αρχοντόπουλο – ребёнок знатных/ богатых родителей), κάποια θα τους αρέσει (какая-нибудь им понравится) και θα μας την παντρευτεί (и нам на ней поженится).
Σκέφτηκαν από δω, σκέφτηκαν από κει, ώσπου η βασίλισσα λέει του βασιλιά:
– Ξέρεις τι να κάνουμε; Να φτιάξουμε μια μεγάλη ζωγραφιά των κοριτσιών και να τη βάλουμε στην ακροθαλασσιά. Καθώς θα περνούνε από κει πολλοί ξένοι με τα καράβια, θα βλέπουν τις αρχοντοπούλες, κάποια θα τους αρέσει και θα μας την παντρευτεί.
Έτσι και γίνηκε (так и случилось). Ζωγράφισαν τις βασιλοπούλες (нарисовали царевен) και κρέμασαν τη ζωγραφιά τους (и повесили портрет их) στο καλύτερο σημείο της παραλίας (на самое хорошее место побережья).
Μετά από λίγες ημέρες (после = по прошествии немногих дней) αράζει στο λιμάνι ένα βασιλικό καράβι (причалил в гавани царский корабль) και κατεβαίνει ένας βασιλιάς (и вышел /на берег/ царь) αντάμα με το γιο του (вместе с сыном своим).
Έτσι και γίνηκε. Ζωγράφισαν τις βασιλοπούλες και κρέμασαν τη ζωγραφιά τους στο καλύτερο σημείο της παραλίας.
Μετά από λίγες ημέρες αράζει στο λιμάνι ένα βασιλικό καράβι και κατεβαίνει ένας βασιλιάς αντάμα με το γιο του.
Πατέρας και γιος (отец и сын), σαν είδαν τις εικόνες (когда увидели изображения), θαμπώθηκαν από την ομορφάδα (были ослеплены красотой; θαμπώνω – ослеплять; поражать, изумлять) και ρώτησαν (и спросили) τίνος είναι οι τρεις πανώριες κοπέλες (кого = чьи три прекраснейшие девушки).
Α, τους λένε (А, – им сказали), είναι οι κόρες του βασιλιά μας (это дочери царя нашего)!
Και οι τρεις είναι ελεύτερες; (и /все/ три свободные = не замужем?)
Ελεύτερες (свободные).
Πατέρας και γιος, σαν είδαν τις εικόνες, θαμπώθηκαν από την ομορφάδα και ρώτησαν τίνος είναι οι τρεις πανώριες κοπέλες.