Πέρασε κανένας μήνας (прошёл примерно месяц) κι ήρθε η ώρα (и пришёл час) που θα ντουφεκίζανε το Γιάννη (когда расстреляют Янниса). Άρχισε να μαζεύεται κόσμος και στρατός (начал собираться народ и войско), με τύμπανα, με σημαίες (с барабанами, с флагами), στον τόπο που θα τον εκτελούσανε (на месте, где его расстреляют).
Τον στήσανε λοιπόν μες στη μέση (его поставили, итак, в середине) και διατάχτηκαν ένας, δύο, τρεις στρατιώτες (и приказали одному, двум, трём солдатам) να του ρίξουνε ντουφεκιές να τον σκοτώσουνε (чтобы в него стреляли: " бросили выстрелы" чтобы его убить).
Έκλαιγε ο Γιάννης:
– Δεν ξέρω τίποτα, δεν ξέρω τίποτα, αυτή 'ναι η τιμωρία μου, γιατί δε γύρισα πίσω, δεν κράτησα το λόγο μου! Πού 'σαι, άντρα μου, να με λυπηθείς με το κακό που έπαθα!
Πέρασε κανένας μήνας κι ήρθε η ώρα που θα ντουφεκίζανε το Γιάννη. Άρχισε να μαζεύεται κόσμος και στρατός, με τύμπανα, με σημαίες, στον τόπο που θα τον εκτελούσανε.
Τον στήσανε λοιπόν μες στη μέση και διατάχτηκαν ένας, δύο, τρεις στρατιώτες να του ρίξουνε ντουφεκιές να τον σκοτώσουνε.
Όταν έφτασε η ώρα,τον ρώτησαν (когда пришёл час, его спросили):
Μην έχεις καμία πεθυμιά στερνή; (не имеешь /ли/ какого-нибудь желания последнего?)
Να μου φέρτε λίγα κάρβουνα αναμμένα (принесите мне немного углей горящих).
Του φέρνουνε ένα λιβανιστήρι με κάρβουνα (ему несут кадило с углями).
Βγάζει τότε τις τρίχες (достаёт тогда волосы) που του 'χε δώσει ο βασιλιάς Τριαντάφυλλος από την κεφαλή του (которые ему дал царь Роза из головы своей) και τις ρίχνει απάνω στα κάρβουνα (и их бросает сверху на угли).
Όταν έφτασε η ώρα,τον ρώτησαν:
Μην έχεις καμία πεθυμιά στερνή;
Να μου φέρτε λίγα κάρβουνα αναμμένα.
Του φέρνουνε ένα λιβανιστήρι με κάρβουνα.
Βγάζει τότε τις τρίχες που του 'χε δώσει ο βασιλιάς Τριαντάφυλλος από την κεφαλή του και τις ρίχνει απάνω στα κάρβουνα.
Δεν προλάβανε να καούνε καλά καλά (не успели /волосы/ сгореть как следует) και φάνηκε να 'ρχεται από μακριά, πολύ μακριά (оказалось, что движется издалека, очень /из/далека), άλλος στρατός, με άλογα, με τύμπανα (другое войско, с конями, с барабанами), με σημαίες, με μουσικές (с флагами, с музыкантами), κι ακούστηκε μια δυνατή φωνή (и послышался сильный голос = громкий голос):
– Μην τον εκτελείτε (не расстреливайте его)! Μην τον εκτελείτε! Μη, μη, και μη (нет, нет и нет)!
Μείνανε όλοι μαρμαρωμένοι (остались все оцепеневшие = все оцепенели; μαρμαρώνω – превращать в мрамор; приводить в оцепенение) και καρτεράγανε ίσαμε να φτάσει ο άλλος στρατός (и ждали, пока не подойдёт другое войско). Όταν έφτασε (когда подошло), κατεβαίνει πρώτος ο βασιλιάς (спускается /с коня/ = спешивается первым царь) και μετά ο στρατός όλος (и потом войско всё). Ζυγώνει το Γιάννη και του λέει (приближается к Яннису и ему говорит):
– Βγάλε το καπέλο σου (сними шапку свою)!
Δεν προλάβανε να καούνε καλά καλά και φάνηκε να 'ρχεται από μακριά, πολύ μακριά, άλλος στρατός, με άλογα, με τύμπανα, με σημαίες, με μουσικές, κι ακούστηκε μια δυνατή φωνή:
– Μην τον εκτελείτε! Μην τον εκτελείτε! Μη, μη, και μη! Μείνανε όλοι μαρμαρωμένοι και καρτεράγανε ίσαμε να φτάσει ο άλλος στρατός. Όταν έφτασε, κατεβαίνει πρώτος ο βασιλιάς και μετά ο στρατός όλος. Ζυγώνει το Γιάννη και του λέει:
– Βγάλε το καπέλο σου!
Βγάζοντας το καπέλο του ο Γιάννης (снявший = снял шапку свою Яннис), χύνονται από το κεφάλι του (рассыпались с головы его; χύνω – лить, разливать; рассыпать) εκείνα τα ωραία τα ξανθά μαλλιά (эти прекрасные белокурые волосы) και οι χρυσές οι μπούκλες (и золотые локоны)…
– Αχ, γυναίκα μου, βασίλισσα μου και κυρά μου (жена моя, царица моя и госпожа моя), σε τιμώρησα, γιατί πολύ σ' αγαπούσα (тебя наказал, потому что очень тебя любил)! Τώρα όμως που ανταμωθήκαμε ξανά (теперь однако, когда встретились снова), δε θα σ' αφήσω πια (не оставлю тебя больше)!
Και εξήγησε στον άλλο βασιλιά (и объяснил другому царю) ότι ο Γιάννης ήτανε η βασίλισσα, η συντρόφισσα του (что Яннис был царицей, спутницей его = женой его; ο σύντροφος/ η συντρόφισσα – товарищ; компаньон; спутник).
Βγάζοντας το καπέλο του ο Γιάννης, χύνονται από το κεφάλι του εκείνα τα ωραία τα ξανθά μαλλιά και οι χρυσές οι μπούκλες…
– Αχ, γυναίκα μου, βασίλισσα μου και κυρά μου, σε τιμώρησα, γιατί πολύ σ' αγαπούσα! Τώρα όμως που ανταμωθήκαμε ξανά, δε θα σ' αφήσω πια!
Και εξήγησε στον άλλο βασιλιά ότι ο Γιάννης ήτανε η βασίλισσα, η συντρόφισσα του.
Την πήρε λοιπόν πάλι (её взял = увёз, итак, обратно), με μουσικές, με χαρές (с музыкантами, с радостями), με σημαίες, με τύμπανα (с флагами, с барабанами), και ξαναγύρισαν στο παλάτι τους (и снова вернулись во дворец их).
Κι από τότε την είχε και την αγαπούσε (и с тех пор: "от тогда" её имел /женой/ и её любил), και τον αγάπαγε κι αυτή (и его любила и она), και δεν ξαναθέλησε ποτέ (и снова не захотела никогда) να τον αποχωριστεί (с ним расставаться). Και ζήσανε κείνοι καλά (и жили они хорошо) κι εμείς καλύτερα (и мы /ещё/ лучше)!
Την πήρε λοιπόν πάλι, με μουσικές, με χαρές, με σημαίες, με τύμπανα, και ξαναγύρισαν στο παλάτι τους.
Κι από τότε την είχε και την αγαπούσε, και τον αγάπαγε κι αυτή, και δεν ξαναθέλησε ποτέ να τον αποχωριστεί. Και ζήσανε κείνοι καλά κι εμείς καλύτερα!
Τα μαγικά δώρα του πατέρα. (Волшебные подарки отца)
Ζούσε μια φορά και έναν καίρο (жил один раз и в одно время = жил да был однажды) ένας πατέρας που είχε δύο κόρες (отец, который имел = у которого было две дочери) κι ένα γιο, τον Κωσταντή (и один сын, Константин).
Μια μέρα κατάλαβε ότι ήρθαν τα τελευταία του (однажды понял /отец/, что пришёл конец его) και φώναξε τα παιδιά του (и позвал детей его) να τ' αποχαιρετίσει (чтобы с ними попрощаться).
– Παιδιά μου, τους είπε (дети мои, – им сказал), σας δίνω την ευχή μου (вам даю благословение моё) να ζήσετε τίμια κι αγαπημένα (чтобы /вы/ жили порядочные и дружные; αγαπημένος – любимый; дружный, согласный; ср. η αγάπη – любовь). Λεφτά δεν έχω να σας αφήσω (денег не имею, чтобы вам оставить). Σαν κλείσω τα μάτια μου (когда закрою глаза мои), ψάξτε στο σεντούκι (поищите в сундуке) κι ό, τι βρείτε να το μοιράσετε ίσα (и то, что найдёте, то поделите поровну).
Ζούσε, μια φορά και έναν καίρο, ένας πατέρας που είχε δύο κόρες κι ένα γιο, τον Κωσταντή.
Μια μέρα κατάλαβε ότι ήρθαν τα τελευταία του και φώναξε τα παιδιά του να τ' αποχαιρετίσει.
– Παιδιά μου, τους είπε, σας δίνω την ευχή μου να ζήσετε τίμια κι αγαπημένα. Λεφτά δεν έχω να σας αφήσω. Σαν κλείσω τα μάτια μου, ψάξτε στο σεντούκι κι ό, τι βρείτε να το μοιράσετε ίσα.
Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του (незадолго до /того, как он/ закрыл глаза свои), φώναξε τον Κωσταντή (позвал Константина) και του ψιθύρισε στ' αυτί (и ему прошептал на ухо):
– Κωσταντή μου, να 'χεις την ευχή μου (Константин мой, да будет с тобой моё благословение: "пусть имеешь благословение моё"), να γίνεις μια μέρα βασιλιάς κι οι αδερφές σου πριγκίπισσες (пусть станешь однажды: "в один день" царём и сёстры твои принцессами).
Αυτά είπε ο γέρος (это сказал старик) κι έκλεισε τα μάτια του για πάντα (и закрыл глаза свои навсегда). Τον έκλαψαν πολύ τα παιδιά του (его оплакали очень дети его), γιατί τον αγαπούσαν κι ήταν καλός πατέρας (потому что его любили и /он/ был хорошим отцом). Την άλλη μέρα τον διάβασε ο παπάς (на следующий день его отпел: "отчитал" священник) και τον έθαψαν (и его похоронили). Σαν έσωσαν κι απόσωσαν απ' την κηδεία (когда закончили и завершили похороны), γύρισαν στο πατρικό τους (вернулись в отчий /дом/ их).