Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, φώναξε τον Κωσταντή και του ψιθύρισε στ' αυτί:
– Κωσταντή μου, να 'χεις την ευχή μου, να γίνεις μια μέρα βασιλιάς κι οι αδερφές σου πριγκίπισσες.
Αυτά είπε ο γέρος κι έκλεισε τα μάτια του για πάντα. Τον έκλαψαν πολύ τα παιδιά του, γιατί τον αγαπούσαν κι ήταν καλός πατέρας. Την άλλη μέρα τον διάβασε ο παπάς και τον έθαψαν. Σαν έσωσαν κι απόσωσαν απ' την κηδεία, γύρισαν στο πατρικό τους.
– Κωσταντή, σύρε να φέρεις το σεντούκι (иди принеси сундук) να τ' ανοίξουμε, είπε η πρώτη αδερφή (чтобы /мы/ его открыли, – сказала первая сестра).
– Ποιος ξέρει (кто знает) τι μας άφησε ο πατέρας μας (что нам оставил отец наш), είπε η δεύτερη (сказала вторая).
Το 'φερε ο Κωσταντής (его принёс Константин), το άνοιξαν και τι να δουν (его открыли и что /же они/ увидели)! Μια τρύπια σκούφια (дырявая шапка; τρυπώ – прокалывать, продырявливать; рвать), ένα παλιό ξεχαρβαλωμένο βιολί (старая расстроенная скрипка; ξεχαρβαλωμένος – поломанный; расстроенный; разлаженный) κι ένα άδειο πουγκί (и пустой кошелёк), απ' αυτά που βάζουν μέσα τις λίρες (из тех, в которые кладут внутрь лиры).
Αχ, πατέρα μας (ах, отец наш)! Φτωχός γεννήθηκες, φτωχός πέθανες (бедный родился, бедный умер), είπαν μ' ένα στόμα τα τρία παιδιά (сказали в один голос: "одним ртом" трое детей).
Κωσταντή, σύρε να φέρεις το σεντούκι να τ' ανοίξουμε, είπε η πρώτη αδερφή.
– Ποιος ξέρει τι μας άφησε ο πατέρας μας, είπε η δεύτερη.
Το 'φερε ο Κωσταντής, το άνοιξαν και τι να δουν! Μια τρύπια σκούφια, ένα παλιό ξεχαρβαλωμένο βιολί κι ένα άδειο πουγκί, απ' αυτά που βάζουν μέσα τις λίρες.
– Αχ, πατέρα μας! Φτωχός γεννήθηκες, φτωχός πέθανες, είπαν μ' ένα στόμα τα τρία παιδιά.
Τα μοίρασαν (это /то, что было в сундуке/ поделили), όπως τους παρήγγειλε ο πατέρας (как им приказал отец), και πήρε ο Κωσταντής το πουγκί (и взял Константин кошелёк), η αδερφή η πρώτη τη σκούφια (сестра первая – шапку) κι η αδερφή η δεύτερη το βιολί (и сестра вторая – скрипку).
– Εγώ, αδερφές μου (я, сёстры мои), θα πάω να βρω την τύχη μου στα ξένα (пойду искать судьбу мою на чужбину), είπε ο Κωσταντής.
Πήρε το πουγκί (взял кошелёк), τις χαιρέτισε και πήρε το δρόμο (с ними /сёстрами/ попрощался и пустился в путь: "взял дорогу") με το κεφάλι γεμάτο φουρτούνες και στεναχώρια (с головой, полной горя и печали; η φουρτούνα – буря, шторм; горе, беда). Σα νύχτωσε (когда его застигла ночь; νυχτώνω / νυχτώνομαι – быть застигнутым наступлением ночи), κόντευε να φτάσει σε μια πολιτεία (почти прибыл в один город; κοντεύω – приближаться, подходить; κόντεψε να… – чуть не…, едва не…) κι έκατσε χάμω να ξαποστάσει (и сел на землю, чтобы отдохнуть).
– Ανάθεμα την τύχη μου (проклятие судьбе моей), μουρμούρισε και πέταξε με δύναμη (проворчал и бросил с силой) το πουγκί καταγής (кошелёк оземь).
Τα μοίρασαν, όπως τους παρήγγειλε ο πατέρας, και πήρε ο Κωσταντής το πουγκί, η αδερφή η πρώτη τη σκούφια κι η αδερφή η δεύτερη το βιολί.
– Εγώ, αδερφές μου, θα πάω να βρω την τύχη μου στα ξένα, είπε ο Κωσταντής.
Πήρε το πουγκί, τις χαιρέτισε και πήρε το δρόμο με το κεφάλι γεμάτο φουρτούνες και στεναχώρια. Σα νύχτωσε, κόντευε να φτάσει σε μια πολιτεία κι έκατσε χάμω να ξαποστάσει.
– Ανάθεμα την τύχη μου, μουρμούρισε και πέταξε με δύναμη το πουγκί καταγής.
Και τότε τι να δει (и тогда что /же он/ видит)! Το πουγκί το άδειο (кошелёк пустой), γεμάτο λίρα ως επάνω, ξέχειλο (полный лир доверху, до краёв; ξέχειλος – наполненный до краёв, переполненный)! Το παίρνει (/Константин/ его берёт), το αδειάζει στον κόρφο του (его опустошает /себе/ за пазуху) και το ξαναπετάει (и его снова бросает). Και ξανά το πουγκί γεμάτο λίρα ως επάνω (и снова кошелёк полон лир доверху). Και ξανά και ξανά (и снова и снова) κι όσες φορές το πετούσε το πουγκί (и сколько раз бросал кошелёк), ξαναγέμιζε (снова наполнялся)!
– Αχ, πατέρα μου (ах, отец мой)! Ήξερες τι θησαυρό έκρυβε το σεντούκι σου; (знал, какое сокровище прятал сундук твой?) Να 'σαι συγχωρεμένος (да будешь прощён) κι εγώ δε θα ξεχάσω τις αδερφές μου (и я не забуду сестёр моих).
Και τότε τι να δει! Το πουγκί το άδειο, γεμάτο λίρα ως επάνω, ξέχειλο! Το παίρνει, το αδειάζει στον κόρφο του και το ξαναπετάει. Και ξανά το πουγκί γιομάτο λίρα ως επάνω. Και ξανά και ξανά κι όσες φορές το πετούσε το πουγκί, ξαναγέμιζε!
– Αχ, πατέρα μου! Ήξερες τι θησαυρό έκρυβε το σεντούκι σου; Να 'σαι συγχωρεμένος κι εγώ δε θα ξεχάσω τις αδερφές μου.
Σαν ξημέρωσε η άλλη μέρα (когда начался следующий день), πήρε το δρόμο για την πολιτεία (отправился в город). Αγόρασε ρούχα ακριβά (купил одежды дорогие), στολίδια πλουμιστά (украшения узорчатые; το πλουμί – узор, рисунок; вышивка) κι ένα άσπρο άλογο (и белого коня), σωστός πρίγκιπας ο Κωσταντής (вылитый принц /стал/ Константин). Κι όπως σουλατσάριζε στα σοκάκια (и когда прогуливался по улочкам), άκουσε το ντελάλη να διαλαλεί (услышал, /как/ глашатай объявлял):
– Ακούσατε, ακούσατε (слушайте, слушайте)! Ο πολυχρονεμένος (которому желают долгой жизни = да живёт он долго; πολυ – много; τα χρόνια – годы) μας βασιλιάς (наш царь) έβγαλε φιρμάνι (издал указ; το φιρμάνι – фирман /указ султана, шаха и т. п./). Όποιος του πάει λίρες (который = кто ему принесёт лир) ίσα με το μπόι της βασιλοπούλας (одинаково с ростом царевны = кто насыпет ему гору денег вышиной с царевну), θα την πάρει γυναίκα του (её возьмёт женой своей = в жёны)!
Σαν ξημέρωσε η άλλη μέρα, πήρε το δρόμο για την πολιτεία. Αγόρασε ρούχα ακριβά, στολίδια πλουμιστά κι ένα άσπρο άλογο, σωστός πρίγκιπας ο Κωσταντής. Κι όπως σουλατσάριζε στα σοκάκια, άκουσε το ντελάλη να διαλαλεί:
– Ακούσατε, ακούσατε! Ο πολυχρονεμένος μας βασιλιάς έβγαλε φιρμάνι. Όποιος του πάει λίρες ίσα με το μπόι της βασιλοπούλας, θα την πάρει γυναίκα του!
Μια και δυο ο Κωσταντής τραβάει για το παλάτι (тотчас Константин направляется во дворец). Σαν ήρθε η σειρά του (когда пришла очередь его), παρουσιάστηκε στο βασιλιά (предстал перед царём).
Ποιος είσαι, ξένε (кто ты, чужестранец?); Δεν είσαι από τα μέρη μας (не из мест наших = ты не из наших мест).
Ξένος είμαι κι από χώρα μακρινή (чужестранец /я/ и из страны далёкой), αποκρίθηκε ο Κωσταντής (ответил Константин).
Κι έχεις, ξένε (и имеешь, чужестранец = и у тебя есть), λίρες ίσα με το μπόι της βασιλοπούλας; (лиры одинаково с ростом царевны? = столько лир, какого роста царевна?) ματαρώτησε κοροϊδευτικά ο βασιλιάς (снова спросил насмешливо царь).
Μια και δυο ο Κωσταντής τραβάει για το παλάτι. Σαν ήρθε η σειρά του, παρουσιάστηκε στο βασιλιά.
Ποιος είσαι, ξένε; Δεν είσαι από τα μέρη μας.
Ξένος είμαι κι από χώρα μακρινή, αποκρίθηκε ο Κωσταντής.
– Κι έχεις, ξένε, λίρες ίσα με το μπόι της βασιλοπούλας; ματαρώτησε κοροϊδευτικά ο βασιλιάς.
Και μια και δυο κι όσες φορές θες το μπόι της (и один и два и сколько раз хочешь рост её), βασιλιά μου, του λέει ο Κωσταντης (царь мой, – ему говорит Константин).
Εμπρός, λοιπόν, φανέρωσε τες (ну: "вперёд", итак, покажи их)!
Θέλω δέκα μουλάρια (хочу десять мулов) να τις φορτώσω, βασιλιά μου (чтобы их погрузить, царь мой).
Πάρ' τα, μα πρόσεχε (возьми их, но поостерегись; προσέχω – быть внимательным; быть осторожным), γιατί αν μου λες ψέματα (потому что если мне говоришь неправду), θα σου πάρω το κεφάλι (я отрублю тебе голову: "тебе возьму голову")!