Παίρνει τα δέκα μουλάρια ο Κωσταντης (берёт десять мулов Константин), τα πάει σ' ένα ξέφωτο (их ведёт на поляну) κι αρχίζει να πετάει το πουγκί στο χώμα (и начинает бросать кошелёк на землю). Άδειο το πετούσε (пустым его бросал), γεμάτο το σήκωνε (полным его поднимал). Ως το βράδυ (до вечера) φόρτωσε τη λίρα στα μουλάρια (грузил лиры на мулов) και να σου πάλι μπροστά στο βασιλιά (и вот тебе /он/ снова перед царём).
Και μια και δυο κι όσες φορές θες το μπόι της, βασιλιά μου, του λέει ο Κωσταντης.
Εμπρός, λοιπόν, φανέρωσε τες!
Θέλω δέκα μουλάρια να τις φορτώσω, βασιλιά μου.
– Πάρ' τα, μα πρόσεχε, γιατί αν μου λες ψέματα, θα σου πάρω το κεφάλι! Παίρνει τα δέκα μουλάρια ο Κωσταντης, τα πάει σ' ένα ξέφωτο κι αρχίζει να
πετάει το πουγκί στο χώμα. Άδειο το πετούσε, γιομάτο το σήκωνε. Ως το βράδυ φόρτωσε τη λίρα στα μουλάρια και να σου πάλι μπροστά στο βασιλιά.
– Φώναξε, βασιλιά μου (позови, царь мой), τη βασιλοπούλα να τη χρυσώσω (царевну, чтобы /я/ её озолотил = покрыл золотом) ως το μπόι της κι ακόμα παραπάνω (до макушки: "до роста её" и ещё сверх).
Ήρθε η βασιλοπούλα (пришла царевна) κι αρχίζει να στοιβάζει τη λίρα ο Κωσταντης (и начал выкладывать лиры Константин; στοιβάζω – сваливать в кучу, складывать кипой). Κι η λίρα έφτασε ως το μπόι της (и лиры достигли до роста её = и куча денег достигла высоты её роста) κι ακόμα παραπάνω (и ещё сверх).
Τον θες, κόρη μου, τον ξένο γι' άντρα σου; (его хочешь, дочь моя, чужестранца /чтобы он был/ мужем тебе?)
Τον θέλω και τον παραθέλω, πατέρα μου (его хочу /в мужья/ и его очень хочу, отец мой).
Κι έτσι ο Κωσταντης πήρε γυναίκα του τη βασιλοπούλα (и так Константин взял в жёны себе царевну).
– Φώναξε, βασιλιά μου, τη βασιλοπούλα να τη χρυσώσω ως το μπόι της κι ακόμα παραπάνω.
Ήρθε η βασιλοπούλα κι αρχίζει να στοιβάζει τη λίρα ο Κωσταντης. Κι η λίρα έφτασε ως το μπόι της κι ακόμα παραπάνω.
Τον θες, κόρη μου,τον ξένο γι' άντρα σου;
Τον θέλω και τον παραθέλω, πατέρα μου.
Κι έτσι ο Κωσταντης πήρε γυναίκα του τη βασιλοπούλα.
Ο καιρός περνούσε (время шло) και μια μέρα ρωτάει ο βασιλιάς τη βασιλοπούλα (и однажды спрашивает царь царевну):
– Είναι καλός, κόρη μου, ο άντρας σου; (хороший, дочь моя, муж твой?) Είναι άξιος να γίνει μια μέρα βασιλιάς; (достоин стать однажды царём?)
Πλούσιος είναι, πατέρα μου (/он/ богатый, отец мой). Καλός είναι, μα βασιλιάς δεν είναι (хороший, но не царь). Αύριο, μεθαύριο, θα γίνει βασιλιάς (завтра, послезавтра станет царём). Πώς θα κυβερνήσει; (как будет править? η κυβέρνηση – правительство) Θα βρει εχθρούς βασιλιάδες και βασίλισσες (найдёт врагов царей и цариц = у него появятся враги, цари и царицы). Πώς θα τους πολεμήσει; (как будет с ними воевать? ο πόλεμος – война)
Για ρώτα τον, κόρη μου (давай спроси его, дочь моя), πώς απόχτησε τα πλούτη τα βασιλικά (как приобрёл /он/ богатства царские) άμα δεν είναι βασιλιάς (когда /он/ не царь).
Έτσι κι έκανε η βασιλοπούλα (так и сделала царевна).
Ο καιρός περνούσε και μια μέρα ρωτάει ο βασιλιάς τη βασιλοπούλα:
Είναι καλός, κόρη μου, ο άντρας σου; Είναι άξιος να γίνει μια μέρα βασιλιάς;
Πλούσιος είναι, πατέρα μου. Καλός είναι, μα βασιλιάς δεν είναι. Αύριο, μεθαύριο, θα γίνει βασιλιάς. Πώς θα κυβερνήσει; Θα βρει εχθρούς βασιλιάδες και βασίλισσες. Πώς θα τους πολεμήσει;
Για ρώτα τον, κόρη μου, πώς απόχτησε τα πλούτη τα βασιλικά άμα δεν είναι βασιλιάς.
Έτσι κι έκανε η βασιλοπούλα.
Άντρα μου κι αφέντη μου (муж мой и хозяин мой), βασιλιάς δεν είσαι (/ты/ не царь). Πού τα βρήκες τα πλούτη τα βασιλικά; (где /ты/ нашёл богатства царские?)
Μη με ρωτάς (не спрашивай меня) και δεν μπορώ να σου φανερώσω το μυστικό μου (и не могу тебе открыть тайну мою).
Άντρα μου κι αφέντη μου (муж мой и хозяин мой), πες το μου (скажи это мне) και το σκοτάδι θα το πάρει (и темнота её возьмёт = и тайна эта будет покрыта мраком).
Πες, πες (мало-помалу), τον κατάφερε τον Κωσταντή (уговорила Константина) και της το 'πε το μυστικό (и ей сказал тайну). Μια και δυο η βασιλοπούλα πάει (тотчас царевна идёт) και τα μαρτυράει χαρτί και καλαμάρι (и это рассказывает целиком: "бумагой и чернильницей"; λεώ χαρτί και καλαμάρι – доносить обо всём, ябедничать) στον πατέρα της το βασιλιά (отцу своему, царю).
Πάρ' το το πουγκί, κόρη μου (возьми кошелёк, дочь моя), κρύψ' το στο κελάρι και διώξ' τον απ' το παλάτι (спрячь его в чулане и выгони его /Константина/ из дворца).
Άντρα μου κι αφέντη μου, βασιλιάς δεν είσαι. Πού τα βρήκες τα πλούτη τα βασιλικά;
Μη με ρωτάς και δεν μπορώ να σου φανερώσω το μυστικό μου.
Άντρα μου κι αφέντη μου, πες το μου και το σκοτάδι θα το πάρει.
Πες, πες, τον κατάφερε τον Κωσταντή και της το 'πε το μυστικό. Μια και δυο η βασιλοπούλα πάει και τα μαρτυράει χαρτί και καλαμάρι στον πατέρα της το βασιλιά.
– Πάρ' το το πουγκί, κόρη μου, κρύψ' το στο κελάρι και διώξ' τον απ' το παλάτι.
Παίρνει το πουγκί η βασιλοπούλα (берёт кошелёк царевна), το κρύβει στο κελάρι (его прячет в чулане) και διώχνει τον Κωσταντή απ' το παλάτι (и прогоняет Константина из дворца). Ο καημένος ο Κωσταντής (несчастный Константин), έσκυψε το κεφάλι (наклонил голову = повесил голову) και πήρε το δρόμο για το πατρικό του (и отправился: "взял дорогу" в отчий /дом/ свой). Στο δρόμο μονολογούσε (по дороге рассуждал сам с собой; ср. ο μονόλογος – монолог):
– Καλά να πάθω (хорошо пусть пострадаю = поделом мне). Τι μ' έτρωγε η γλώσσα μου; (что мне ел язык мой? = кто меня за язык тянул?) Παλιά μου τέχνη κόσκινο (я на этом собаку съел /иронически/, досл. «старое мне умение решето»). Φτώχεια και πάλι φτώχεια (бедность и снова бедность).
Σαν έφτασε στο πατρικό του (когда прибыл в отчий /дом/ свой), βρήκε την αδερφή του την πρώτη (нашёл = встретил сестру свою первую).
Παίρνει το πουγκί η βασιλοπούλα, το κρύβει στο κελάρι και διώχνει τον Κωσταντή απ' το παλάτι. Ο καημένος ο Κωσταντής, έσκυψε το κεφάλι και πήρε το δρόμο για το πατρικό του. Στο δρόμο μονολογούσε:
– Καλά να πάθω. Τι μ' έτρωγε η γλώσσα μου; Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Φτώχεια και πάλι φτώχεια.
Σαν έφτασε στο πατρικό του, βρήκε την αδερφή του την πρώτη.
– Αδερφέ μου (брат мой), έλα να σ' αγκαλιάσω φτωχό ή πλούσιο (давай тебя обниму, бедного или богатого), άρχοντα ή υπηρέτη (правителя или слугу).
Έφαγαν κι απόφαγαν (ели и поели; αποτρώω – съедать, доедать) κι ο Κωσταντής δεν έβγαλε κουβέντα (и Константин не завёл беседу) για το πάθημα του (о несчастье своём).
– Αδερφή μου, την τύχη μου δεν την ήβρα (сестра моя, удачи моей /я/ не нашёл; η τύχη – судьба, участь; случай; удача) με το πουγκί του πατέρα μας (с кошельком отца нашего). Άσε με να ματαδοκιμάσω (позволь мне снова попробовать) με τη σκούφια την τρύπια (с шапкой дырявой), μπας κι αλλάξει η τύχη (может, и изменится судьба) και κάνω προκοπή (и буду благоденствовать; η προκοπή – преуспеяние, процветание; κάνω προκοπή – преуспевать, благоденствовать).
– Τι ν' αλλάξεις με μια τρύπια σκούφια (что изменишь /ты/ дырявой шапкой)… Πάρ' την και σύρε στην ευχή (возьми её и ступай с Богом: "иди на благословение").
Την παίρνει ο Κωσταντής (её берёт Константин), τη βάζει στο κεφάλι του (её надевает на голову свою) κι ευθύς χάθηκε απ' τα μάτια της (и тотчас исчезает с глаз её).
– Αδερφέ μου, έλα να σ' αγκαλιάσω φτωχό ή πλούσιο, άρχοντα ή υπηρέτη. Έφαγαν κι απόφαγαν κι ο Κωσταντής δεν έβγαλε κουβέντα για το πάθημα του.