– Αδερφή μου, την τύχη μου δεν την ήβρα με το πουγκί του πατέρα μας. Άσε με να ματαδοκιμάσω με τη σκούφια την τρύπια, μπας κι αλλάξει η τύχη και κάνω προκοπή.
– Τι ν' αλλάξεις με μια τρύπια σκούφια… Πάρ' την και σύρε στην ευχή.
Την παίρνει ο Κωσταντής, τη βάζει στο κεφάλι του κι ευθύς χάθηκε απ' τα μάτια της.
– Κωσταντή, Κωσταντή, πού είσαι; (Константин, Константин, где ты?) Πού χάθηκες; (Куда спрятался?) Έλα και μη φεύγεις (иди и не уходи). Ακόμα δε σε χόρτασα (/я тебя/ ещё не накормила вдоволь; χορταίνω – насыщать, кормить досыта), φώναξε η πρώτη αδερφή (закричала первая сестра).
Ο Κωσταντής κατάλαβε πως η σκούφια είναι μαγική (Константин понял, что шапка волшебная) και πήρε ευθύς το δρόμο για την πολιτεία (и тотчас отправился в город). Απ' όπου κι αν περνούσε (где бы /он/ ни проходил), όποιον κι αν συναντούσε (кого бы ни встречал), κανένας δεν τον έβλεπε (никто его не видел). Σαν έβγαζε τη σκούφια (когда снимал шапку), γινόταν όπως πριν (становился как прежде). Μόλις ζύγωσε στο παλάτι (едва приблизился ко дворцу), έβαλε τη σκούφια και πέρασε τους φρουρούς (надел шапку и прошёл /мимо/ стражей) δίχως να τον δουν (без того, чтобы /они/ его видели). Τράβηξε ίσα (направился прямо), για την κάμαρη της βασιλοπούλας (в комнату царевны). Την ήβρε να στέκεται μπρος στον καθρέφτη της (её нашёл стоящей перед зеркалом её). Τότε έβγαλε τη σκούφια (тогда снял шапку).
– Κωσταντή, Κωσταντή, πού είσαι; Πού χάθηκες; Έλα και μη φεύγεις. Ακόμα δε σε χόρτασα, φώναξε η πρώτη αδερφή.
Ο Κωσταντής κατάλαβε πως η σκούφια είναι μαγική και πήρε ευθύς το δρόμο για την πολιτεία. Απ' όπου κι αν περνούσε, όποιον κι αν συναντούσε, κανένας δεν τον έβλεπε. Σαν έβγαζε τη σκούφια, γινόταν όπως πριν. Μόλις ζύγωσε στο παλάτι, έβαλε τη σκούφια και πέρασε τους φρουρούς δίχως να τον δουν. Τράβηξε ίσα, για την κάμαρη της βασιλοπούλας. Την ήβρε να στέκεται μπρος στον καθρέφτη της. Τότε έβγαλε τη σκούφια.
– Παναγιά μου (Пресвятая Богородица!)! τρόμαξε εκείνη σαν τον είδε στον καθρέφτη (испугалась она, когда его увидела в зеркале).
Γυρνάει, άφαντος ο Κωσταντής (возвращается, исчезнувший Константин = Константин исчезает). Ξαναγυρνάει, πάλι μπροστά της (снова возвращается, опять перед ней). Στο τέλος ο Κωσταντής έβγαλε τη σκούφια (наконец Константин снял шапку), την έκρυψε στον κόρφο του και της φανερώθηκε (её спрятал за пазуху и ей /царевне/ показался).
Πώς χάνεσαι και φανερώνεσαι (как исчезаешь и появляешься), άντρα μου κι αφέντη μου; (муж мой и хозяин мой?) ρωτούσε και ξαναρωτούσε η βασιλοπούλα (спрашивала и снова спрашивала царевна).
Μη ρωτάς και δεν μπορώ να φανερώσω το μυστικό μου (не спрашивай и не могу открыть тайну мою).
Πες μου το μυστικό και το σκοτάδι θα το πάρει (скажи мне тайну, и темнота её возьмёт).
Παναγιά μου! τρόμαξε εκείνη σαν τον είδε στον καθρέφτη.
Γυρνάει, άφαντος ο Κωσταντής. Ξαναγυρνάει, πάλι μπροστά της. Στο τέλος ο Κωσταντής έβγαλε τη σκούφια, την έκρυψε στον κόρφο του και της φανερώθηκε.
Πώς χάνεσαι και φανερώνεσαι, άντρα μου κι αφέντη μου; ρωτούσε και ξαναρωτούσε η βασιλοπούλα.
Μη ρωτάς και δεν μπορώ να φανερώσω το μυστικό μου.
Πες μου το μυστικό και το σκοτάδι θα το πάρει.
Πες, πες (мало-помалу), το φανέρωσε το μυστικό ο Κωσταντής (открыл тайну Константин). Μια και δυο πάει και το μαρτυράει η βασιλοπούλα στο βασιλιά (тотчас идёт и её рассказывает царевна царю).
– Πάρ' την, κόρη μου, τη σκούφια τη μαγική (возьми её, дочь моя, шапку волшебную) και κρύψ' τη στο κελάρι (и спрячь её в чулане). Ύστερα διώξ' τον άντρα σου (потом прогони мужа твоего) κι ας μην ξαναγυρίσει (и пусть не вернётся).
Έτσι κι έγινε (так и случилось). Το βράδυ που κοιμόταν ο Κωσταντής (вечером, когда спал Константин), πήρε η βασιλοπούλα τη σκούφια και την έκρυψε στο κελάρι (взяла царевна шапку и её спрятала в чулане). Δεν πρόλαβε να χαράξει η μέρα (не успел наступить день; χαράζει – светает) κι ο Κωσταντής με σκυμμένο το κεφάλι (и Константин со склонённой головой) τραβούσε δεύτερη βολά για το πατρικό του (отправился во второй раз в отчий /дом/ свой).
Πες, πες, το φανέρωσε το μυστικό ο Κωσταντής. Μια και δυο πάει και το μαρτυράει η βασιλοπούλα στο βασιλιά.
– Πάρ' την, κόρη μου, τη σκούφια τη μαγική και κρύψ' τη στο κελάρι. Ύστερα διώξ' τον άντρα σου κι ας μην ξαναγυρίσει.
Έτσι κι έγινε. Το βράδυ που κοιμόταν ο Κωσταντής, πήρε η βασιλοπούλα τη σκούφια και την έκρυψε στο κελάρι. Δεν πρόλαβε να χαράξει η μέρα κι ο Κωσταντής με σκυμμένο το κεφάλι τραβούσε δεύτερη βολά για το πατρικό του.
– Καλά να πάθω (хорошо пусть пострадаю = поделом мне). Τι μ' έτρωγε η γλώσσα μου; (что мне ел язык мой? = кто меня за язык тянул?) Παλιά μου τέχνη κόσκινο (я на этом собаку съел /иронически/). Φτώχεια και πάλι φτώχεια, μονολογούσε στο δρόμο (бедность и снова бедность, – рассуждал по дороге).
Σαν έφτασε στο πατρικό του (когда прибыл домой), βρήκε την αδερφή του τη δεύτερη (нашёл = встретил сестру свою вторую).
– Αδερφέ μου (брат мой), έλα να σ' αγκαλιάσω φτωχό ή πλούσιο (давай тебя обниму, бедного или богатого), άρχοντα ή υπηρέτη (правителя или слугу).
Έφαγαν, απόφαγαν (ели, поели) κι ο Κωσταντής δεν έβγαλε κουβέντα (и Константин не заводил беседы) για τα παθήματα του (о страданиях его).
Αδερφή μου, την τύχη μου δεν την ήβρα (сестра моя, судьбу мою не нашёл) μήτε με το πουγκί μήτε με τη σκούφια την τρύπια (ни с кошельком, ни с шапкой дырявой). Άσε με να δοκιμάσω με το βιολί το ξεχαρβαλωμένο (позволь мне попробовать со скрипкой расстроенной), μπας κι αλλάξει η τύχη και κάνω προκοπή (может, и изменится судьба, и буду благоденствовать).
Τι ν' αλλάξει μ' ένα βιολί ξεχαρβαλωμένο; (что изменится со скрипкой расстроенной?) Πάρ' το και σύρε στην ευχή (возьми её и ступай с Богом).
Καλά να πάθω. Τι μ' έτρωγε η γλώσσα μου; Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Φτώχεια και πάλι φτώχεια, μονολογούσε στο δρόμο.
Σαν έφτασε στο πατρικό του, βρήκε την αδερφή του τη δεύτερη.
– Αδερφέ μου, έλα να σ' αγκαλιάσω, φτωχό ή πλούσιο, άρχοντα ή υπηρέτη. Έφαγαν, απόφαγαν κι ο Κωσταντής δεν έβγαλε κουβέντα για τα παθήματα
του.
– Αδερφή μου, την τύχη μου δεν την ήβρα μήτε με το πουγκί μήτε με τη σκούφια την τρύπια. Άσε με να δοκιμάσω με το βιολί το ξεχαρβαλωμένο, μπας κι αλλάξει η τύχη και κάνω προκοπή.
– Τι ν' αλλάξει μ' ένα βιολί ξεχαρβαλωμένο; Πάρ' το και σύρε στην ευχή.
Το πήρε ο Κωσταντής και, σαν ξημέρωσε (её взял Константин и, когда рассвело), πήρε το δρόμο του γυρισμού (пошёл обратно: "взял дорогу возвращения"). Τη φορά αυτή τράβηξε γραμμή για το παλάτι (на этот раз направился прямо во дворец).
– Θα πάω κάτω απ' το παραθύρι της (пойду вниз под окно её). Θα παίξω ένα σκοπό λυπητερό (сыграю мелодию жалобную) να βγει να τη δω (чтобы /царевна/ вышла, чтобы /я/ её увидел), να μ' αγαπήσει, να μαλακώσει η καρδιά της (чтобы меня полюбила, чтобы смягчилось сердце её) κι ας μου πάρει ο βασιλιάς το κεφάλι (и пусть отрубит мне царь голову).
Πήγε κάτω απ' το παραθύρι της (пошёл под окно её) κι άρχισε να παίζει ένα σκοπό λυπητερό (и начал играть мелодию жалобную). Μα, σαν έπαιξε την πρώτη δοξαριά (но, когда сыграл первую ноту; досл.: когда сыграл первый удар смычком; το δοξάρι – смычок), ένας στρατός ολάκερος φανερώθηκε (войско огромное появилось) κι υποκλίθηκε μπροστά του σαν να 'ταν βασιλιάς (и склонилось перед ним, как если бы он был царь). Τότε βγήκε η βασιλοπούλα στο παραθύρι της (тогда подошла царевна к окну её) και μόλις είδε το στρατό (и едва увидела /как/ войско) να προσκυνάει τον Κωσταντή σαν να 'ταν βασιλιάς (поклоняется Константину, как если бы он был царём), μαλάκωσε η καρδιά της κι έτρεξε και τον αγκάλιασε (смягчилось сердце её и побежала и его обняла; τρέχω).