Σε κάνα δυο μέρες, αφού έσβησε καλά καλά η φωτιά, άρχισαν να βγαίνουν απ' τη θάλασσα κάτι πελώρια ψάρια και να κυλιούνται στις στάχτες. Καθώς σπαρταρούσαν, ξερνούσαν στις στάχτες θησαυρούς: πετράδια, βραχιόλια, λίρες, ό, τι βάνει ο νους του ανθρώπου, που βρέθηκαν στις θάλασσες απ' τα ναυάγια. Ύστερα, αφού ξαλάφρωναν, επέστρεφαν στη θάλασσα.
Ο Διαμαντής περίμενε να πιάσουν οι βροχές (Диамантис ждал, чтобы пошли дожди) για να φύγουν οι στάχτες (чтобы ушли золы = чтобы смылась зола). Και, σαν έφυγαν οι στάχτες (и, когда смылась зола), έκατσε κι έμαξε όλους τους θησαυρούς (сел и вытер все сокровища; μάσσω – вытирать, обтирать, чистить) που ξέρασαν τα ψάρια (которые извергли рыбы). Ύστερα πήγε στην πολιτεία (потом поехал в город) κι έγινε άρχοντας με τους θησαυρούς που είχε (и стал богачом с сокровищами, которые имел). Όλοι τον σέβονταν (все его уважали) γιατί ήταν μυαλωμένος (потому что /он/ был умный; το μυαλό – мозг; ум).
Ο Διαμαντής περίμενε να πιάσουν οι βροχές για να φύγουν οι στάχτες. Και, σαν έφυγαν οι στάχτες, έκατσε κι έμαξε όλους τους θησαυρούς που ξέρασαν τα ψάρια. Ύστερα πήγε στην πολιτεία κι έγινε άρχοντας με τους θησαυρούς που είχε. Όλοι τον σέβονταν γιατί ήταν μυαλωμένος.
Σαν πέρασαν τα τρία χρόνια (когда прошли три года), ο Διαμαντής θυμήθηκε το χρέος του (Диамантис вспомнил о долге своём). Παρήγγειλε ένα μπαστούνι σκαλιστό (заказал трость резную), κούφιο από μέσα, με χρυσή λαβή (полую внутри, с золотой рукояткой). Έβαλε μέσα τις εκατό λίρες (положил внутрь её сто лир), βίδωσε καλά τη λαβή (завинтил как следует рукоятку) και το 'στειλε μ' ένα καράβι (и послал её с кораблём) στα χέρια του άρχοντα (в руки богача), πίσω στην πατρίδα του (назад, на родину его).
Πολλοί ναύτες του καραβιού το ζήλεψαν (многие моряки корабля ей позавидовали = позавидовали её владельцу, захотели ею обладать) κι είπαν, να το κλέψουν (и решили её украсть), μα στάθηκε αδύνατο (но /это/ оказалось невозможным; στέκω – стоять; στέκομαι – останавливаться; оказываться). Το μπαστούνι γλιστρούσε απ' τα χέρια τους και χανόταν (трость выскальзывала из рук их и терялась).
Σαν πέρασαν τα τρία χρόνια, ο Διαμαντής θυμήθηκε το χρέος του. Παρήγγειλε ένα μπαστούνι σκαλιστό, κούφιο από μέσα, με χρυσή λαβή. Έβαλε μέσα τις εκατό λίρες, βίδωσε καλά τη λαβή και το 'στειλε μ' ένα καράβι στα χέρια του άρχοντα, πίσω στην πατρίδα του.
Πολλοί ναύτες του καραβιού το ζήλεψαν κι είπαν, να το κλέψουν, μα στάθηκε αδύνατο. Το μπαστούνι γλιστρούσε απ' τα χέρια τους και χανόταν.
Μόνο σαν το πήρε ο άρχοντας στα χέρια του (только когда её взял богач в руки свои), στάθηκε το μπαστούνι (остановилась трость) κι ακούμπησε πάνω του (и встала над ним). Το πήρε, λοιπόν (её взял, итак), το 'βαλε σε μια γωνιά (её положил = поставил в угол) και το καμάρωνε δίχως να ξέρει (и ею любовался, не зная) από ποιον είναι και τι θησαυρό έχει μέσα (от кого /она/ и какое сокровище имеет внутри).
Πέρασαν είκοσι χρόνια από τη μέρα εκείνη (прошли двадцать лет с дня того). Γέρασε ο άρχοντας (постарел богач), γέρασε κι ο Διαμαντής (постарел и Диамантис) και πήρε την απόφαση (и принял решение) να πάει πίσω στην πατρίδα του (и поехал обратно на родину свою). Κανένας δεν τον γνώριζε (никто его не узнал). Όταν έφυγε ήταν νέος και κουρελής (когда уехал, был молодой и оборванец; το κουρέλι – тряпка; лохмотья) και τώρα γύρισε γέρος και πλούσιος (и теперь вернулся старый и богатый). Τράβηξε προς το σπιτικό του άρχοντα (направился к дому богача).
Μόνο σαν το πήρε ο άρχοντας στα χέρια του, στάθηκε το μπαστούνι κι ακούμπησε πάνω του. Το πήρε, λοιπόν, το 'βαλε σε μια γωνιά και το καμάρωνε δίχως να ξέρει από ποιον είναι και τι θησαυρό έχει μέσα.
Πέρασαν είκοσι χρόνια από τη μέρα εκείνη. Γέρασε ο άρχοντας, γέρασε κι ο Διαμαντής και πήρε την απόφαση να πάει πίσω στην πατρίδα του. Κανένας δεν τον γνώριζε. Όταν έφυγε ήταν νέος και κουρελής και τώρα γύρισε γέρος και πλούσιος. Τράβηξε προς το σπιτικό του άρχοντα.
– Ώρα καλή (час добрый /пожелание благополучия, дай тебе Бог здоровья/), άρχοντα μου, του είπε (богач мой, – ему сказал).
Ώρα καλή και σ' εσένα (дай Бог здоровья и тебе /σ' εσένα = σε εσένα/), ξένε, αποκρίθηκε ο άρχοντας (чужестранец, – ответил богач).
Άργησα πολύ να γυρίσω (/я/ замешкался очень вернуться) γιατί ήθελα να έχω κι αυτό (потому что хотел бы иметь и это) – έδειξε το κεφάλι του (показал на голову свою) – και τούτο – έδειξε την τσέπη του (и это – показал на карман свой).
Δε σε καταλαβαίνω, ξένε (/я/ тебя не понимаю, чужестранец). Όμως αυτά που είπες (однако то, что говоришь) κάτι μου θύμισαν απ' τα παλιά (что-то мне напомнило из давних /времён/), απόρησε ο άρχοντας (удивился богач; απορώ – удивляться, недоумевать).
Πήρες κάποτε ένα μπαστούνι σκαλιστό (получил /ты/ некогда трость резную), με χρυσή λαβή (с золотой рукояткой), που μόνο στα δικά σου χέρια στάθηκε ακίνητο (которая только в твоих руках остановилась неподвижно) και το κράτησες; (и её взял?) τον ρώτησε ο Διαμαντής (его спросил Диамантис).
Ώρα καλή, άρχοντα μου, του είπε.
Ώρα καλή και σ' εσένα, ξένε, αποκρίθηκε ο άρχοντας.
Άργησα πολύ να γυρίσω γιατί ήθελα να έχω κι αυτό – έδειξε το κεφάλι του – και τούτο – έδειξε την τσέπη του.
Δε σε καταλαβαίνω, ξένε. Όμως αυτά που είπες κάτι μου θύμισαν απ' τα παλιά, απόρησε ο άρχοντας.
Πήρες κάποτε ένα μπαστούνι σκαλιστό, με χρυσή λαβή, που μόνο στα δικά σου χέρια στάθηκε ακίνητο και το κράτησες; τον ρώτησε ο Διαμαντής.
Πήρα, μα εσύ πώς το ξέρεις; (получил, но ты как это знаешь?) Ποιος είσαι και μιλάς έτσι παράξενα; (кто /ты/ и говоришь так странно?) Τότε ο Διαμαντής πλησίασε (тогда Диамантис приблизился), πήρε το μπαστούνι και το άνοιξε (взял трость и её открыл). Έβγαλε από μέσα τις εκατό λίρες (извлёк из середины её сто лир) και τις έδωσε στον άρχοντα (и их дал богачу).
– Με γνώρισες τώρα, άρχοντα μου; (меня узнал теперь, богач мой?) Εγώ το χρέος μου σε το γύρισα στην ώρα μου (я долг мой тебе вернул в час мой = в срок) κι ας έλεγες εσύ πως έχασες τις λίρες σου (и пусть говорил ты, что потерял лиры твои). Με τις εκατό λίρες που μου δάνεισες (со ста лирами, которые /ты/ мне одолжил) έβγαλα θησαυρό ολάκερο (добыл /я/ сокровище огромное). Και με το θησαυρό έβγαλα κι άλλα κι άλλα (и с сокровищем сделал и другие и другие /деньги/) κι έγινα πιο πλούσιος κι από σένα (и стал более богатым и по сравнению с тобой). Γιατί είχα κι απ' αυτό – μυαλό (потому что имел и здесь – разум) – κι από τούτο – χρήμα (и здесь – деньги).
Πήρα, μα εσύ πώς το ξέρεις; Ποιος είσαι και μιλάς έτσι παράξενα; Τότε ο Διαμαντής πλησίασε, πήρε το μπαστούνι και το άνοιξε. Έβγαλε από μέσα τις εκατό λίρες και τις έδωσε στον άρχοντα.
Με γνώρισες τώρα, άρχοντα μου; Εγώ το χρέος μου σε το γύρισα στην ώρα μου κι ας έλεγες εσύ πως έχασες τις λίρες σου. Με τις εκατό λίρες που μου δάνεισες έβγαλα θησαυρό ολάκερο. Και με το θησαυρό έβγαλα κι άλλα κι άλλα κι έγινα πιο πλούσιος κι από σένα. Γιατί είχα κι απ' αυτό – μυαλό – κι από τούτο – χρήμα.
Αυτά είπε ο Διαμαντής στον άρχοντα (это сказал Диамантис богачу) κι από τότε έγιναν συνέταιροι (и с тех пор стали /они/ сотоварищами = партнёрами) κι έζησαν αυτοί καλά και πλούσια (и жили они хорошо и богато) τα χρόνια που τους έμειναν (годы, которые им оставались) κι εμείς καλύτερα και πλουσιότερα (и мы лучше и богаче).
Αυτά είπε ο Διαμαντής στον άρχοντα κι από τότε έγιναν συνέταιροι κι έζησαν αυτοί καλά και πλούσια τα χρόνια που τους έμειναν κι εμείς καλύτερα και πλουσιότερα.