Выбрать главу

Α, τους λένε, είναι οι κόρες του βασιλιά μας!

Και οι τρεις είναι ελεύτερες;

Ελεύτερες.

Μια και δυο κινάνε αμέσως (тотчас двинулись тут же) και πάνε στο παλάτι του βασιλιά (и пошли во дворец царя), όπου τους δεχτήκανε με τιμές (где их приняли с почестями; δέχομαι).

Λέει ο πατέρας του βασιλόπουλου (говорит отец царевича):

– Γυρεύω να μου δώσετε (я прошу, чтобы /вы/ мне дали) τη θυγατέρα σας τη μεγάλη (дочь вашу старшую) για το γιο μου (для сына моего).

– Μετά χαράς (с удовольствием), αποκρίνονται (отвечают).

Ρωτήσανε και την κοπέλα (спросили и девушку) και είπε πως της αρέσει (и сказала, что ей нравится).

Μια και δυο κινάνε αμέσως και πάνε στο παλάτι του βασιλιά, όπου τους δεχτήκανε με τιμές.

Λέει ο πατέρας του βασιλόπουλου:

Γυρεύω να μου δώσετε τη θυγατέρα σας τη μεγάλη για το γιο μου.

Μετά χαράς, αποκρίνονται.

Ρωτήσανε και την κοπέλα και είπε πως της αρέσει.

– Εγώ πρέπει να φύγω τώρα για δουλειές μου (я должен уехать сейчас из-за моих дел: "для моих работ"), λέει ο πατέρας (говорит отец). Θα μείνει ο γιος μου (останется сын мой) να κανονίσετε για το γάμο (и договоритесь насчёт свадьбы;

κανονίζω – определять, устанавливать; ср. ο κανόνας – правило, закон, канон).

– Εγώ πρέπει να φύγω τώρα για δουλειές μου, λέει ο πατέρας. Θα μείνει ο γιος μου να κανονίσετε για το γάμο.

Έτσι και γίνηκε (так и случилось). Άρχισαν τις ετοιμασίες (начали приготовления; έτοιμος – готовый). Φτιάξανε της νύφης το καλύτερο νυφικό (сделали невесте лучшее свадебное платье), το βασιλικό (царское), που ήταν όλο κεντημένο με διαμάντια και πετράδια (которое было всё расшитое алмазами и драгоценными камнями; κεντώ – вышивать), και ορίσανε την ημέρα του γάμου (и назначили день свадьбы; ορίζω – назначать, определять, устанавливать; το όριο – предел, граница, рубеж) για να πάνε να στεφανωθούνε (чтобы /они/ пошли чтобы обвенчались; ο στέφανος – венок; το στέφανο – брачный венец).

Έτσι και γίνηκε. Άρχισαν τις ετοιμασίες. Φτιάξανε της νύφης το καλύτερο νυφικό, το βασιλικό, που ήταν όλο κεντημένο με διαμάντια και πετράδια, και ορίσανε την ημέρα του γάμου για να πάνε να στεφανωθούνε.

Το παλάτι είχε (дворец имел = во дворце была) από την μπροστινή του τη μεριά (с передней его части) μια πολύ ψηλή, διπλή μαρμαρένια σκάλα (очень высокая, двойная мраморная лестница).

Τη στιγμή που ανέβαινε το βασιλόπουλο (в /тот/ момент, когда поднимался царевич), για να πάει να πάρει τη νύφη (чтобы пойти взять невесту), πετιέται ένα μακρύ χέρι (появляется большая рука; πετιέμαι – бросаться; вылезать; вскакивать; выбегать) από τη μέση της σκάλας (из середины лестницы), του φράζει το δρόμο (ему преграждает дорогу) και μια δυνατή φωνή τον διατάζει (и громкий голос ему приказывает):

– Στάσου (стой)! Την πρώτη πήρες (первую взял /в жёны/), δευτέρα μην αφήσεις (вторую не оставляй), του σκύλου τη γυναίκα (собаки жену) μη σκύψεις και φιλήσεις (не склони и /не/ поцелуй), αν την πάρεις και σκότωσα σε (если её возьмёшь /в жёны/ и убил тебя = если возьмёшь её в жёны, я убью тебя)!

Το παλάτι είχε από την μπροστινή του τη μεριά μια πολύ ψηλή, διπλή μαρμαρένια σκάλα.

Τη στιγμή που ανέβαινε το βασιλόπουλο, για να πάει να πάρει τη νύφη, πετιέται ένα μακρύ χέρι από τη μέση της σκάλας, του φράζει το δρόμο και μια δυνατή φωνή τον διατάζει:

– Στάσου! Την πρώτη πήρες, δευτέρα μην αφήσεις, του σκύλου τη γυναίκα μη σκύψεις και φιλήσεις, αν την πάρεις και σκότωσα σε!

Τα χάνει το βασιλόπουλο (теряется царевич; "τα μυαλά χάνει" – разум теряет), χλομιάζει (бледнеет), κοπήκανε τα γόνατα του (подкосились колени его; κόβομαι – истощаться, иссякать), δεν μπορούσε ν' ανεβεί τη σκάλα (не мог подняться по лестнице), τον ανεβάσανε οι αυλικοί και οι υπασπιστές του (его подняли /по лестнице/ придворные и прислужники его; η αυλή – двор) σηκωτό (на руках; σηκωτός – поднятый на руки, носимый на руках; σηκώνω – поднимать, держать). Καταταραγμένος λέει σε γονείς και προσκαλεσμένους (перепуганный, говорит /он/ родителям и приглашённым), που περίμεναν να γίνει ο γάμος (которые ждали, чтобы состоялась свадьба):

– Δεν μπορεί να γίνει αυτός ο γάμος (не может состояться эта свадьба). Σας παρακαλώ (вас прошу) να μου δώσετε τη δεύτερη θυγατέρα σας (чтобы /вы/ мне дали вторую дочь вашу), την πρώτη δεν μπορώ να τη στεφανωθώ… (с первой не могу с ней обвенчаться = с первой я обвенчаться не могу)

Τα χάνει το βασιλόπουλο, χλομιάζει, κοπήκανε τα γόνατα του, δεν μπορούσε ν' ανεβεί τη σκάλα, τον ανεβάσανε οι αυλικοί και οι υπασπιστές του σηκωτό. Καταταραγμένος λέει σε γονείς και προσκαλεσμένους, που περίμεναν να γίνει ο γάμος:

– Δεν μπορεί να γίνει αυτός ο γάμος. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη δεύτερη θυγατέρα σας, την πρώτη δεν μπορώ να τη στεφανωθώ…

Δεν τους εξήγησε όμως το λόγο (не объяснил им, однако, причину).

Τι να κάνει η καημένη η πρώτη βασιλοπούλα; (что поделать несчастной первой царевне?: "что бы сделает несчастная первая царевна?") Πηγαίνει γδύνεται (идёт раздевается), βγάζει το στέμμα της, το νυφικό της (снимает корону свою, свадебное платье своё), και τα φορεί η δεύτερη (и их надевает вторая).

Την παντρεύεται το βασιλόπουλο (на ней женится царевич), την παίρνει και φεύγουνε για τη δική του πατρίδα (её берёт, и /они/ уезжают на его родину; δικός – свой, собственный; δικός μου /σου, του, μας/-мой /твой, его, наш/).

Δεν τους εξήγησε όμως το λόγο.

Τι να κάνει η καημένη η πρώτη βασιλοπούλα; Πηγαίνει γδύνεται, βγάζει το στέμμα της, το νυφικό της, και τα φορεί η δεύτερη.

Την παντρεύεται το βασιλόπουλο, την παίρνει και φεύγουνε για τη δική του πατρίδα.

Μείνανε στο παλάτι (остаются во дворце) η πρώτη και η στερνοκόρη (первая и последняя дочь; στερνός – последний). Αρχίσανε ν' αναρωτιούνται και οι δύο αδερφάδες (начали думать и две сестры; αναρωτιέμαι – задавать себе вопрос, задумываться над вопросом) τι γίνηκε (что случилось) κι άλλαξε γνώμη το βασιλόπουλο (и /что/ изменило мнение царевича). Μα και οι γονείς τους (но и родители их) ήτανε πολύ πικραμένοι (были очень огорчённые).

Μετά από λίγο καιρό (через немногое время), ένα άλλο βασιλόπουλο (другой царевич), από μακρινό βασίλειο (из отдалённого царства), φτάνει στο λιμάνι με το καράβι του (прибывает в гавань с кораблём своим). Βλέπει κι αυτό (видит и он) τις ζωγραφιές στην παραλία (портреты на побережье) και του άρεσε περισσότερο (и ему понравилась больше всего) η πρωτοκόρη του βασιλιά (первая дочь царя).

Μείνανε στο παλάτι η πρώτη και η στερνοκόρη. Αρχίσανε ν' αναρωτιούνται και οι δύο αδερφάδες τι γίνηκε κι άλλαξε γνώμη το βασιλόπουλο. Μα και οι γονιοί τους ήτανε πολύ πικραμένοι.

Μετά από λίγο καιρό, ένα άλλο βασιλόπουλο, από μακρινό βασίλειο, φτάνει στο λιμάνι με το καράβι του. Βλέπει κι αυτό τις ζωγραφιές στην παραλία και του άρεσε περισσότερο η πρωτοκόρη του βασιλιά.

Πήγε κι αυτός (пошёл и он), λοιπόν (итак), με την ακολουθία του (со своей свитой; ακολουθώ – следовать) να επισκεφτεί το βασιλιά (чтобы посетить царя) και να του τη γυρέψει να την πάρει γυναίκα του (и чтобы у него её попросить чтобы её взять женой его = и чтобы попросить царя отдать дочь ему в жёны).

– Μετά χαράς (с удовольствием), λέει ο βασιλιάς (говорит царь), να σου τη δώσω (тебе её дам /в жёны/).

Πήγε κι αυτός, λοιπόν, με την ακολουθία του να επισκεφτεί το βασιλιά και να του τη γυρέψει να την πάρει γυναίκα του.

– Μετά χαράς, λέει ο βασιλιάς, να σου τη δώσω.