Выбрать главу

Αρχίσανε πάλι τις ετοιμασίες (начали снова приготовления). Ντύθηκε, στολίστηκε η νύφη (оделась, приукрасилась невеста), έφτιαξε καινούριο νυφικό (сделала новое свадебное платье), καλύτερο από το πρώτο (лучше первого), και ορίσανε την ημέρα (и назначили день) που θα γινόταν ο γάμος (в который произойдёт свадьба).

Έτοιμος κι ο γαμπρός (готовый и жених), φτάνει με το βασιλικό του αμάξι (прибывает в царской своей карете) κι ανεβαίνει στο παλάτι (и поднимается во дворец). Την ώρα όμως που ανέβαινε (в /то/ время, однако, когда поднимается), καταμεσής (на самой середине; η μέση – середина) στην παράξενη σκάλα (на странной лестнице), παρουσιάζεται πάλι εκείνο το χέρι (появляется опять та рука).

Αρχίσανε πάλι τις ετοιμασίες. Ντύθηκε, στολίστηκε η νύφη, έφτιαξε καινούριο νυφικό, καλύτερο από το πρώτο, κι ορίσανε την ημέρα που θα γινόταν ο γάμος.

Έτοιμος κι ο γαμπρός, φτάνει με το βασιλικό του αμάξι κι ανεβαίνει στο παλάτι. Την ώρα όμως που ανέβαινε, καταμεσής στην παράξενη σκάλα, παρουσιάζεται πάλι εκείνο το χέρι.

– Στάσου (стой), τον διατάζει ξανά η φωνή (ему приказывает снова голос). Την πρώτη πήρες (первую взял /в жёны/), την τρίτη μην αφήσεις (третью не оставляй), του σκύλου τη γυναίκα (собаки жену) μη σκύψεις και φιλήσεις (не склони и /не/ поцелуй), αν την πάρεις και σκότωσα σε (если её возьмёшь /в жёны/ и убил тебя = если возьмёшь её в жёны, я убью тебя)!

Τρομοκρατημένο κι αυτό το βασιλόπουλο (запуганный и этот царевич; ср. η τρομοκρατία – террор) ανεβαίνει με δυσκολία (поднимается с трудом) τα υπόλοιπα σκαλοπάτια (по остальным ступенькам) και πάει ίσα στον πατέρα της βασιλοπούλας (и идёт прямо к отцу царевны; ίσος – ровный, прямой). Τον βλέπει έτσι ο βασιλιάς (его видит так царь) και τον λυπήθηκε (и его пожалел).

– Στάσου, τον διατάζει ξανά η φωνή. Την πρώτη πήρες, την τρίτη μην αφήσεις, του σκύλου τη γυναίκα μη σκύψεις και φιλήσεις, αν την πάρεις και σκότωσα σε!

Τρομοκρατημένο κι αυτό το βασιλόπουλο ανεβαίνει με δυσκολία τα υπόλοιπα σκαλοπάτια και πάει ίσα στον πατέρα της βασιλοπούλας. Τον βλέπει έτσι ο βασιλιάς και τον λυπήθηκε.

Τι έχεις (что имеешь = что у тебя), γιε μου (сын мой), τι σου συμβαίνει; (что с тобой произошло?)

Δεν μπορώ να σας εξηγήσω… (не могу вам объяснить) Εκείνο που σας παρακαλώ (то, о чём вас прошу) είναι να μου δώσετε για γυναίκα μου (чтобы вы дали мне в жёны: "чтобы дали для жены моей") την τρίτη σας θυγατέρα (третью вашу дочь).

Τι να κάνει η καημένη η πρωτοκόρη; (что поделать несчастной первой царевне?) Βγάζει και πάλι το ωραίο της νυφικό και τα στολίδια (снимает снова красивое своё свадебное платье и украшения) και γίνεται η μικρότερη νύφη (и становится младшая невестой). Την παίρνει ο βασιλιάς και φεύγουνε για το δικό του βασίλειο (её берёт царь, и /они/ уезжают в его царство).

Τι έχεις, γιε μου, τι σου συμβαίνει;

Δεν μπορώ να σας εξηγήσω… Εκείνο που σας παρακαλώ είναι να μου δώσετε για γυναίκα μου την τρίτη σας θυγατέρα.

Τι να κάνει η καημένη η πρωτοκόρη; Βγάζει και πάλι το ωραίο της νυφικό και τα στολίδια και γίνεται η μικρότερη νύφη. Την παίρνει ο βασιλιάς και φεύγουνε για το δικό του βασίλειο.

Έμεινε η πρώτη θυγατέρα μόνη (осталась первая дочь одна) με τους γονείς της (с родителями её). Κλείστηκε λυπημένη στην κάμαρη της (заперлась /царевна/ опечаленная в комнатке своей) και στοχαζόταν τι έπρεπε να κάνει (и стала думать, что надо было, чтобы она делала) και γιατί γίνηκαν όλα αυτά (и почему произошло всё это).

Αφού συλλογίστηκε αρκετά (когда поразмышляла достаточно), πήρε την απόφαση της (приняла решение своё). Πήγε στον πατέρα της και του είπε (пошла к отцу своему и ему сказала):

– Εγώ, πατέρα, θα φύγω από το παλάτι (я, отец, уйду из дворца). Θα πάω όσο μακριά μπορώ (пойду, сколь далеко могу), να βρω μονάχη μου τη μοίρα μου (чтобы найти самой судьбу мою; μονάχος – одинокий, один), που με δυσκόλεψε τόσον καιρό (которая мне создавала трудности столько времени; η δυσκολία – трудность, препятствие). Δε θα πάρω τίποτα μαζί μου (не возьму ничего с собой: "со мной"), μόνο λίγα ρούχα (только немного одежды) και τα απαραίτητα για το δρόμο μου (и необходимое для дороги моей = и необходимое мне в пути).

Έμεινε η πρώτη θυγατέρα μόνη με τους γονείς της. Κλείστηκε λυπημένη στην κάμαρη της και στοχαζόταν τι έπρεπε να κάνει και γιατί γίνηκαν όλ' αυτά.

Αφού συλλογίστηκε αρκετά, πήρε την απόφαση της. Πήγε στον πατέρα της και του είπε:

– Εγώ, πατέρα, θα φύγω από το παλάτι. Θα πάω όσο μακριά μπορώ, να βρω μονάχη μου τη μοίρα μου, που με δυσκόλεψε τόσον καιρό. Δε θα πάρω τίποτα μαζί μου, μόνο λίγα ρούχα και τα απαραίτητα για το δρόμο μου.

Προσπάθησαν να την εμποδίσουν (попытались ей помешать). Αρχίνησε η μάνα της να κλαίει (начала мать её плакать), ο βασιλιάς να διαμαρτύρεται (царь – возражать).

Η βασιλοπούλα δεν άκουσε κανέναν (царевна не послушала никого), σηκώνεται και φεύγει… (встаёт и уходит)

Προσπάθησαν να την εμποδίσουν. Αρχίνησε η μάνα της να κλαίει, ο βασιλιάς να διαμαρτύρεται.

Η βασιλοπούλα δεν άκουσε κανέναν, σηκώνεται και φεύγει…

Πάει, πάει, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει (идёт, идёт, то по одной дороге, то по другой: "дорогу берёт, дорогу оставляет"). Όσο περπάταγε όμως (сколько шла, однако; περπατώ), πάνω από το κεφάλι της (сверху над головой её) πέταγε αδιάκοπα και τη συντρόφευε ένας μεγάλος αετός (летел постоянно и её сопровождал большой орёл). Πότε καθόταν σ' ένα δέντρο (иногда сидел на дереве) και πότε πέταγε πάνω από το κεφάλι της (и иногда летел сверху над её головой). Με το λιοπύρι τη σκίαζε (в зной её укрывал; η σκιά – тень), με τη βροχή τη σκέπαζε με τα φτερά του (в дождь её прикрывал крыльями своими). Διαβήκανε αντάμα με τον αετό δάση (проходили вместе с орлом леса), λαγκάδια, βουνά (долины, горы), λίμνες, χώρες και χωριά (озёра, страны и деревни). Σταματούσαν, ξαποσταίνανε (останавливались, отдыхали), και ο αετός πάντα την προστάτευε (и орёл всегда её защищал). Της πέταγε από τα δέντρα καρπούς (ей сбрасывал с деревьев плоды; πετώ) για να τρώει (чтобы /она/ ела), που 'μενε νηστική (когда /она/ была голодна; μένω – жить; оставаться; пребывать, быть), της έδινε ό, τι έβρισκε ωραίο στο δρόμο (ей отдавал то, что находил хорошего по дороге) και πηγαίνανε (и /они/ шли).

Πάει, πάει, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει. Όσο περπάταγε όμως, πάνω από το κεφάλι της πέταγε αδιάκοπα και τη συντρόφευε ένας μεγάλος αετός. Πότε καθόταν σ' ένα δέντρο και πότε πέταγε πάνω από το κεφάλι της. Με το λιοπύρι τη σκίαζε, με τη βροχή τη σκέπαζε με τα φτερά του. Διαβήκανε αντάμα με τον αετό δάση, λαγκάδια, βουνά, λίμνες, χώρες και χωριά. Σταματούσαν, ξαποσταίνανε, και ο αετός πάντα την προστάτευε. Της πέταγε από τα δέντρα καρπούς για να τρώει, που 'μενε νηστική, της έδινε ό, τι έβρισκε ωραίο στο δρόμο και πηγαίνανε.

Πηγαίνανε μήνες, χρόνια, πηγαίνανε, πηγαίνανε… (/они/ шли месяцы, годы, шли, шли…)

Αρχίσανε να λιώνουνε τα ρούχα της (начала изнашиваться одежда её), να σκίζονται τα ποδήματά της (рваться сапоги её; ср. το πόδι – нога) και να ματώνουνε τα ποδάρια της (и разбиваться в кровь ножки её).

Ένα απόβραδο (одним вечером), στην άκρη ενός δρόμου μακρινού (в конце дороги длинной), ξεχώρισαν από μακριά ένα φωτάκι να τρεμοσβήνει (различили издалека огонёк, /который/ мигал; τρεμοσβήνω – мигать; едва теплиться).

Πηγαίνανε μήνες, χρόνια, πηγαίνανε, πηγαίνανε…

Αρχίσανε να λιώνουνε τα ρούχα της, να σκίζονται τα ποδήματά της και να ματώνουνε τα ποδάρια της.