Ένα απόβραδο, στην άκρη ενός δρόμου μακρινού, ξεχώρισαν από μακριά ένα φωτάκι να τρεμοσβήνει.
«Εκεί θα πάω» (туда пойду), συλλογίστηκε τότε η βασιλοπούλα (подумала тогда царевна), «δεν αντέχω άλλο πια, απόκανα… (не выдержу что-либо больше, устала) Θα χτυπήσω σ' εκείνο το σπίτι με το φως (постучу в этот дом со светом), κι όταν θα φέξει η μέρα ξανά (и когда засветится день снова; φέγγω – светить, сиять; безл.: светает), θα δω τι θα κάνω…» (увижу, что делать)
Εκεί που πήγαινε (туда пошла) και κόντευε να φτάσει στο σπίτι (и почти дошла до дома; κοντεύω – приближаться, наступать; чуть было не сделать что-л.), πρώτος πέταξε και κάθισε στη σκεπή του ο αετός (первый прилетел и сел на крышу его /дома/ орёл).
«Εκεί θα πάω», συλλογίστηκε τότε η βασιλοπούλα, «δεν αντέχω άλλο πια, απόκαμα… Θα χτυπήσω σ' εκείνο το σπίτι με το φως, κι όταν θα φέξει η μέρα ξανά, θα δω τι θα κάνω… »
Εκεί που πήγαινε και κόντευε να φτάσει στο σπίτι, πρώτος πέταξε και κάθισε στη σκεπή του ο αετός.
«Α», στοχάστηκε η βασιλοπούλα (А, – рассудила царевна), «για να πάει πρώτα ο αετός (если сначала летит орёл) θα πει πως είναι καλά εκεί (значит, что хорошо там; θα πει – значит). Ας πάω κι εγώ (пойду-ка и я)…»
Πηγαίνει, βλέπει μια βαριά σιδερένια αυλόπορτα (идёт, видит тяжёлые железные ворота) κι από μέσα ένο ωραίο σπίτι (и внутри красивый дом). Χτυπάει την πόρτα (стучит в дверь) και της ανοίγει ένας σκύλος (и ей открывает пёс) που 'σερνε μια αλυσίδα δεμένη στο ποδάρι του (который тащил цепь, привязанную к лапе его) και της κάνει τόπο να περάσει (и ей делает = даёт место, чтобы пройти).
«Α», στοχάστηκε η βασιλοπούλα, «για να πάει πρώτα ο αετός θα πει πως είναι καλά εκεί. Ας πάω κι εγώ… »
Πηγαίνει, βλέπει μια βαριά σιδερένια αυλόπορτα κι από μέσα ένο ωραίο σπίτι. Χτυπάει την πόρτα και της ανοίγει ένας σκύλος που 'σερνε μια αλυσίδα δεμένη στο ποδάρι του και της κάνει τόπο να περάσει.
Προχώραγε μπροστά ο σκύλος (шёл вперёд пёс), άνοιγε τις πόρτες (открывал двери) και της έδειχνε το ένο δωμάτιο μετά το άλλο (и ей показывал одну комнату за другой). Φτάσανε σε μια ωραία τραπεζαρία (пришли в красивую столовую; το τραπέζι – стол). Ευθύς της παρουσιάζει ένα τραπέζι (тотчас ей показывает стол; παρουσιάζω – предъявлять; представлять) στρωμένο με ωραία φαγητά και γλυκίσματα (накрытый красивой едой и сладостями).
Προχώραγε μπροστά ο σκύλος, άνοιγε τις πόρτες και της έδειχνε το ένο δωμάτιο μετά το άλλο. Φτάσανε σε μια ωραία τραπεζαρία. Ευθύς της παρουσιάζει ένα τραπέζι στρωμένο με ωραία φαγητά και γλυκίσματα.
Αφού έφαγε και ξεκουράστηκε (когда /она/ поела и отдохнула), ο σκύλος άρχισε να τρίβεται στο πόδια της (пёс начал тереться у ног её) και να της λέει με λαλιά ανθρώπινη (и ей говорить голосом человеческим):
– Μ' αγαπάς, καλή μου; (меня любишь, милая моя?)
– Σ' αγαπώ, σα σκυλάκι που είσαι! (тебя люблю, как /в качестве/ собачку, которая /ты/ есть = которой ты являешься)
Το πρωί εκείνη ξύπνησε παραξενεμένη (утром она проснулась удивлённая; παραξενεύομαι; παράξενος – странный, удивительный), σε μια κάμαρη ωραία (в комнате красивой), μ' όλο της τα καλά στο τραπέζι (со всем ей хорошим на столе = со столом, накрытым для неё всякой вкусной едой), κι ο αετός πετούσε πάντα πάνω από το σπίτι (и орёл летал всегда над домом). Έβγαινε αυτή στον κήπο (вышла она в сад), έβγαινε στο μπαλκόνι (вышла на балкон), από πάνω ο αετός (сверху орёл).
Αφού έφαγε και ξεκουράστηκε, ο σκύλος άρχισε να τρίβεται στο πόδια της και να της λέει με λαλιά ανθρώπινη:
Μ' αγαπάς, καλή μου;
Σ' αγαπώ, σα σκυλάκι που είσαι!
Το πρωί εκείνη ξύπνησε παραξενεμένη, σε μια κάμαρη ωραία, μ' όλο της τα καλά στο τραπέζι, κι ο αετός πετούσε πάντα πάνω από το σπίτι. Έβγαινε αυτή στον κήπο, έβγαινε στο μπαλκόνι, από πάνω ο αετός.
Έμεινε, το λοιπόν, εκεί (осталась, итак, там).
– Μ' αγαπάς, καλή μου; (меня любишь, милая моя?)
– Σα σκυλάκι που είσαι (как собачку, которой /ты/ являешься), του αποκρινόταν (ему отвечала).
Το χάιδευε κι έφευγε (его приласкала, и /он/ убежал).
Περάσανε έξι και εφτά μήνες μ' αυτή τη ζωή (прошли шесть и семь месяцев с этой жизнью = такой жизни). Η βασιλοπούλα ήταν ευτυχισμένη (царевна была счастливая; η ευτυχία – счастье), μόνο που ένιωθε μοναξιά (только вот чувствовала одиночество). Ένα βράδυ (/однажды/ вечером) που καθόταν στην κάμαρη της και διάβαζε (когда сидела в комнате своей и читала), ακούει από μακριά (слышит издалека), πολύ μακριά (очень издалека), μια φωνή να της λέει (/как/ голос ей говорит):
Έμεινε, το λοιπόν, εκεί.
Μ' αγαπάς, καλή μου;
Σα σκυλάκι που είσαι, του αποκρινόταν. Το χάιδευε κι έφευγε.
Περάσανε έξι και εφτά μήνες μ' αυτή τη ζωή. Η βασιλοπούλα ήταν ευτυχισμένη, μόνο που ένιωθε μοναξιά. Ένα βράδυ που καθόταν στην κάμαρη της και διάβαζε, ακούει από μακριά, πολύ μακριά, μια φωνή να της λέει:
Ε, ε, συ (эй, эй, ты), ευτού που είσαι και διαβάζεις (здесь, где /ты/ есть и читаешь; ευτού – тут, в этом месте), άκουσε τι θα σου πω (послушай, что /я/ тебе скажу) και βάλ' το καλά στο νου σου (и положи это хорошо в ум свой = и хорошенько это осознай): Αυτό το σκυλί δεν είναι σκυλί (этот пёс – не пёс), είναι άνθρωπος (/это/ человек). Αν θες να ξαναγίνει άνθρωπος (если хочешь, чтобы /он/ снова стал человеком), θα κάνεις αυτό που προστάζω (сделаешь то, что приказываю): Θα στρώσεις ένα σεντόνι (постелешь простыню) και θα το γεμίσεις τριαντάφυλλα (и её наполнишь розами). Θα κάψεις μετά ένα φούρνο (разожжёшь потом печку; καίω – жечь) και θα ρίξεις μέσα το σκυλί (и бросишь внутрь собаку).
Ε, ε, συ, ευτού που είσαι και διαβάζεις, άκουσε τι θα σου πω και βάλ' το καλά στο νου σου: Αυτό το σκυλί δεν είναι σκυλί, είναι άνθρωπος, Αν θες να ξαναγίνει άνθρωπος, θα κάνεις αυτό που προστάζω: Θα στρώσεις ένα σεντόνι και θα το γεμίσεις τριαντάφυλλα. Θα κάψεις μετά ένα φούρνο και θα ρίξεις μέσα το σκυλί.
Κι όταν ακούσεις τη φωνή του (и когда услышишь голос его) που θα σου λέει (который тебе будет говорить): «Είμαι άνθρωπος, άνοιξε μου (/я/ человек, открой мне)!», τότε θ' ανοίξεις την πόρτα του φούρνου (тогда откроешь дверь печки) και θα το ρίξεις πάνω στο σεντόνι (и его /пса/ бросишь сверху на простыню) με το τριαντάφυλλα (с розами), γιατί είναι βασιλόπουλο (потому что /он/ царевич) που το έχει καταραστεί η κακή του μοίρα (которого прокляла злая его судьба; η μοίρα – доля, участь; судьба)!
Κάνει αυτό που της είπε η φωνή (делает то, что ей сказал голос), κόβει τα τριαντάφυλλα (срезает розы), στρώνει το σεντόνι (стелет простыню), καίει το φούρνο (разжигает печку) και ρίχνει μέσα το σκύλο (и бросает внутрь собаку).
Κι όταν ακούσεις τη φωνή του που θα σου λέει: «Είμαι άνθρωπος, άνοιξε μου!», τότε θ' ανοίξεις την πόρτα του φούρνου και θα το ρίξεις πάνω στο σεντόνι με το τριαντάφυλλα, γιατί είναι βασιλόπουλο που το έχει καταραστεί η κακή του μοίρα!
Κάνει αυτό που της είπε η φωνή, κόβει τα τριαντάφυλλα, στρώνει το σεντόνι, καίει το φούρνο και ρίχνει μέσα το σκύλο.
Πριν καλά καλά προλάβει (до того, как как следует: "хорошо хорошо" успевает) να κλείσει το φούρνο (закрыть печку), «Άνοιξε! Είμαι άνθρωπος!» της φωνάζει από μέσα ("открой! /я/ человек!" ей кричит изнутри).
Ανοίγει αμέσως την πόρτα (открывает тут же дверь), το βγάζει έξω (его вытаскивает наружу), το τυλίγει μέσα στο σεντόνι με τα τριαντάφυλλα (его заворачивает в простыню с розами), το ξετυλίγει (его развёртывает) και φανερώνεται μπροστά της (и появляется перед ней) ένα πανώριο παλικάρι, ένα βασιλόπουλο (прекрасный мόлодец, царевич).