Выбрать главу

Πριν καλά καλά προλάβει να κλείσει το φούρνο, «Άνοιξε! Είμαι άνθρωπος!» της φωνάζει από μέσα.

Ανοίγει αμέσως την πόρτα, το βγάζει έξω, το τυλίγει μέσα στο σεντόνι με τα τριαντάφυλλα, το ξετυλίγει και φανερώνεται μπροστά της ένα πανώριο παλικάρι, ένα βασιλόπουλο.

Αχ, γυναίκα μου καλή (ах, жена моя милая), της λέει (ей говорит), εσένα περίμενα τόσα χρόνια (тебя ждал столько лет), για να λυτρωθώ (чтобы освободиться) και να ξαναγίνω άνθρωπος (и снова стать человеком)!

Κι εγώ γύρισα όλο τον κόσμο (и я обошла весь мир) μέχρι να σε βρω (пока тебя /не/ нашла)! του αποκρίνεται εκείνη (ему отвечает она).

Αχ, γυναίκα μου καλή, της λέει, εσένα περίμενα τόσα χρόνια, για να λυτρωθώ και να ξαναγίνω άνθρωπος!

– Κι εγώ γύρισα όλο τον κόσμο μέχρι να σε βρω! του αποκρίνεται εκείνη.

Κι αγκαλιαστήκανε (и обнялись; τα αγκαλιά – объятие), κι εκείνη την ώρα (и в этот момент) από ψηλά ξεπρόβαλε ο αετός (с высоты появился орёл; ξεπροβάλλω – появляться, показываться, возникать) κι άρχισε να κράζει χαρούμενα (и начал кричать радостно).

Μετά από λίγο (после немногого /времени/ = через некоторое время) καλέσανε τους γονιούς της (пригласили родителей её; καλώ – звать; приглашать), τις αδερφάδες της κι όλη τη χώρα (сестёр её и всю страну) και γίνηκε ένας μεγάλος γάμος (и состоялась большая свадьба; γίνομαι – становиться, делаться; осуществляться, происходить), και ζήσανε κείνοι καλά κι εμείς καλύτερα (и жили они хорошо, и мы /ещё/ лучше).

Κι αγκαλιαστήκανε, κι εκείνη την ώρα από ψηλά ξεπρόβαλε ο αετός κι άρχισε να κράζει χαρούμενα.

Μετά από λίγο καλέσανε τους γονιούς της, τις αδερφάδες της κι όλη τη χώρα και γίνηκε ένας μεγάλος γάμος, και ζήσανε κείνοι καλά κι εμείς καλύτερα.

Νικόλας ο Βιολιτζής (Никόлас скрипач; το βιολί – скрипка)

Ζούσε μια φορά (жил один раз = однажды), τα χρόνια εκείνα τα παλιά (в времена те давние), ένας βιολιτζής που τον έλεγαν Νικόλα (скрипач, которого звали Николас). Γύριζε στα πανηγύρια (приходил на праздники; γυρίζω – возвращаться; бродить, гулять) κι έπαιζε το βιολί του (и играл на скрипке своей) για να βγάλει μεροκάματο ο φτωχός (чтобы заработал дневной заработок бедняк /Николас/; βγάζω).

Ζούσε μια φορά, τα χρόνια εκείνα τα παλιά, ένας βιολιτζής που τον έλεγαν Νικόλα. Γύριζε στα πανηγύρια κι έπαιζε το βιολί του για να βγάλει μεροκάματο ο

φτωχός.

Μια Κυριακή πρωί (в одно воскресенье утром), καθώς πήγαινε σ' ένα πανηγύρι (когда шёл на праздник), δυο ώρες δρόμο με τα πόδια (два часа пути пешком: "с ногами"), πήρε το μάτι του (заметил: "взял глаз его") κάτω στη ρεματιά ένα καλύβι (внизу в овраге хижину). Περίεργο, πώς δεν το 'χε ξαναδεί; (любопытно, как её не видел /раньше/; ξαναβλέπω – видеть снова) Τόσες φορές τον περπάτησε αυτόν το δρόμο (/он/ столько раз по ней проходил, по этой дороге). Πήρε τον κατήφορο (спустился; παίρνω τον κατήφορο – спускаться; ο κατήφορος – спуск, склон) γεμάτος περιέργεια (исполненный любопытства; γεμάτος – полный) και χτύπησε την πόρτα (и постучал в дверь) να δει ποιος μένει μέσα (чтобы увидеть, кто живёт внутри).

Μια Κυριακή πρωί, καθώς πήγαινε σ' ένα πανηγύρι, δυο ώρες δρόμο με τα πόδια, πήρε το μάτι του κάτω στη ρεματιά ένα καλύβι. Περίεργο, πώς δεν το 'χε ξαναδεί; Τόσες φορές τον περπάτησε αυτόν το δρόμο. Πήρε τον κατήφορο γεμάτος περιέργεια και χτύπησε την πόρτα να δει ποιος μένει μέσα.

Του άνοιξε ένας καλόγερος (ему открыл /дверь/ монах).

Καλώς τον (добро пожаловать)! Περνά μέσα να ξαποστάσεις (проходи внутрь, отдохни), του είπε (ему сказал).

Ώρα καλή σου ("время доброе тебе" = дай тебе Бог здоровья; вообще пожелание счастья /благополучия, доброй дороги и пр.), γέροντα (старче). Είμαι ο Νικόλας ο βιολιτζής (я Николас скрипач). Πάω για την Περαχώρα (иду в Перахора; досл.: "Дальнее место, Дальний край"), να παίξω στο πανηγύρι (чтобы играть на празднике).

Δε μου παίζεις κι εμένα κάτι (не сыграешь и мне что-нибудь), ν' αγαλλιάσει η ψυχή μου; (чтобы порадовалась душа моя? αγαλλιώ – ликовать, очень сильно радоваться) του είπε ο καλόγερος (ему сказал монах).

Του άνοιξε ένας καλόγερος.

Καλώς τον! Περνά μέσα να ξαποστάσεις, του είπε.

Ώρα καλή σου, γέροντα. Είμαι ο Νικόλας ο βιολιτζής. Πάω για την Περαχώρα, να παίξω στο πανηγύρι.

Δε μου παίζεις κι εμένα κάτι, ν' αγαλλιάσει η ψυχή μου; του 'πε ο καλόγερος.

Κι ο Νικόλας του 'παιξε ένα σκοπό με το βιολί του (и Николас ему сыграл мелодию на своей скрипке).

– Να είσαι καλά (пусть у тебя всё будет хорошо), άνθρωπε μου (человек мой). Πάρε κι αυτό για τον κόπο σου (возьми и это за труд твой), είπε ο καλόγερος και του έδωσε μια λίρα (сказал монах и ему дал лиру).

Μια λίρα για ένα σκοπό (лира за одну мелодию)! Ο Νικόλας έμεινε με το στόμα ανοιχτό (Николас остался с ртом открытым). Την άλλη Κυριακή ο δρόμος έφερε το Νικόλα (в следующее воскресенье дорога принесла Николаса = привела) και πάλι απ' τα μέρη του καλόγερου (и опять в местность монаха). Μια και δυο του ξαναχτυπά την πόρτα (сразу ему снова постучал в дверь; ξανα – снова, χτυπώ – бить, стучать).

Κι ο Νικόλας του 'παιξε ένα σκοπό με το βιολί του.

– Να 'σαι καλά, άνθρωπε μου. Πάρε κι αυτό για τον κόπο σου, είπε ο καλόγερος και του έδωσε μια λίρα.

Μια λίρα για ένα σκοπό! Ο Νικόλας έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Την άλλη Κυριακή ο δρόμος έφερε το Νικόλα και πάλι απ' τα μέρη του καλόγερου. Μια και δυο του ξαναχτυπά την πόρτα.

Να σου παίξω ένα σκοπό, γέροντα (я тебе сыграю мелодию, старче), ν' αγαλλιάσει η ψυχή σου; (чтобы порадовалась душа твоя?)

Ο Θεός σ' έστειλε τώρα (Бог тебя послал сейчас) που είμαι κουρασμένος (когда я усталый). Παίξε και να 'χεις την ευχή μου (сыграй и благословляю тебя: "пусть ты имеешь моё благословение"), αποκρίθηκε ο γέροντας (ответил старец).

Τότε ο Νικόλας έπιασε ένα σκοπό κι ο γέροντας καταυχαριστήθηκε (тогда Николас сыграл мелодию, и старец очень обрадовался).

– Να 'σαι καλά (пусть у тебя всё будет хорошо) κι αγαλλίασε η ψυχή μου (и порадовалась душа моя), είπε ο καλόγερος και του 'δωσε άλλη μια λίρα χρυσή (сказал монах и ему дал ещё одну лиру золотую).

Μια λίρα το σκοπό (лира /за/ мелодию)! Ο Νικόλας πέταξε από χαρά (Николас летал от радости).

– Να σου παίξω ένα σκοπό,γέροντα, ν' αγαλλιάσει η ψυχή σου;

– Ο Θεός σ' έστειλε τώρα που είμαι κουρασμένος. Παίξε και να 'χεις την ευχή μου, αποκρίθηκε ο γέροντας.

Τότε ο Νικόλας έπιασε ένα σκοπό κι ο γέροντας καταυχαριστήθηκε.

– Να 'σαι καλά κι αγαλλίασε η ψυχή μου, είπε ο καλόγερος και του 'δωσε άλλη μια λίρα χρυσή.

Μια λίρα το σκοπό! Ο Νικόλας πέταξε από χαρά.

Πέρασε καιρός πολύς (прошло время многое = прошло много времени) κι είπε να ξαναπάει (и подумал снова пойти; λέγω – говорить; думать, полагать)

μπας και βρει τον καλόγερο (может быть, и найдёт монаха) ο Νικόλας. Χτύπησε, ξαναχτύπησε (стучал, снова стучал), τίποτα, ούτε φωνή (ничего /не услышал в ответ/, ни звука). Παίρνει την απόφαση (принимает решение) κι ανοίγει την πόρτα (и открывает дверь). Τι να δει (что же он видит)! Πάνω στο κρεβάτι (сверху на кровати) τα κόκαλα του καλόγερου (кости монаха). Ποιος ξέρει πότε πέθανε ο δύστυχος (кто знает, когда умер несчастный) και κανείς δεν πήρε χαμπάρι (и никто /об этом/ не узнал; το χαμπάρι – новость, известие; παίρνω χαμπάρι – разузнавать; δεν έχω / παίρνω χαμπάρι – понятия не имею).

Πέρασε καιρός πολύς κι είπε να ξαναπάει μπας και βρει τον καλόγερο ο Νικόλας. Χτύπησε, ξαναχτύπησε, τίποτα, ούτε φωνή. Παίρνει την απόφαση κι ανοίγει την πόρτα. Τι να δει! Πάνω στο κρεβάτι τα κόκαλα του καλόγερου. Ποιος ξέρει πότε πέθανε ο δύστυχος και κανείς δεν πήρε χαμπάρι.