… οι πλείστοι ούτε ακούουν ούτε κατανοούν εν τη καρδία αυτών την πραείαν φωνήν του Θεού, αλλ’ ακολουθούν μάλλον την θορυβώδην φωνήν του πάθους του ενοικούντος εν τη ψυχή αυτών.
Εν τη Εκκλησία ως διέξοδος εκ της τοιαύτης αξιοθρηνήτου καταστάσεως, παρουσιάζεται άλλη τις οδός: η επερώτησις του πνευματικού πατρός και η εις αυτόν υπακοή. Ο ίδιος ο Γέρων ηγάπα την οδόν ταύτην αυτήν επορεύετο αυτήν υπεδείκνυε και έγραφε περί αυτής. Την ταπεινήν οδόν της υπακοής εθεώρει γενικώς ως την πλέον ασφαλή. Επίστευε σταθερώς ότι ένεκα της πίστεως του επερωτώντος η απάντησις του πνευματικού θα είναι πάντοτε ωφέλιμος και θεάρεστος. Η πίστις αυτού εις την δύναμιν του μυστηρίου της Εκκλησίας και εις την χάριν της ιερωσύνης ιδιαιτέρως εστερεώθη ότε εν τω Παλαιώ Ρωσικώ κατά την διάρκειαν ενός εσπερινού της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, είδε τον πνευματικόν Γέροντα Αβράαμιον ηλλοιωμένον, «κατ’ εικόνα του Χριστού», «ανεκφράστως εξαστράπτοντα».
Πλήρης ών κεχαριτωμένης πίστεως έζη εν τη πραγματικότητι των μυστηρίων της Εκκλησίας, αλλά ενθυμούμεθα εύρισκεν ότι και «κατ’ άνθρωπον», ήγουν και επί του ψυχολογικού επιπέδου, είναι εύκολον να ίδη τις την υπεροχήν της υπακοής εις τον πνευματικόν. Έλεγεν }098} ότι ο πνευματικός εκτελών την διακονίαν αυτού δίδει απάντησιν εις το ερώτημα, ελεύθερος ών κατ’ εκείνην την στιγμήν εκ της ενεργείας του πάθους υπό την επίδρασιν του οποίου ευρίσκεται ο ερωτών.
Η απάντησις του πνευματικού κατά το πλείστον θα φέρη σφραγίδα ατελείας. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο πνευματικός στερείται της χάριτος της γνώσεως του τελείου, αλλ’ ότι το τέλειον υπερβαίνει τας δυνάμεις του ερωτώντος. Παρά το ατελές της υποδείξεως του πνευματικού εάν αύτη γίνη δεκτή μετά πίστεως και όντως εκπληρωθή οδηγεί πάντοτε εις την επ’ αγαθώ αύξησιν. Διαστρέφεται δε η οδός αύτη συνήθως όταν ο ερωτών βλέπων ενώπιον αυτού «άνθρωπον», κλονίζηται εις την πίστιν και δεν αποδέχηται τον πρώτον λόγον του πνευματικού, αλλ’ αντιλέγει, αντιπαραθέτων τας εαυτού ιδέας και αμφιβολίας.
-Πώς ο μοναχός δύναται να γνωρίση το θέλημα του Θεού;
-Οφείλει να δέχηται τον πρώτον λόγον μου ως το θέλημα του Θεού, είπεν ο Ηγούμενος. Όστις ούτω πράττει, εις αυτόν επαναπαύεται η χάρις του Θεού. Εάν τις όμως αντιτίθηται εις εμέ, τότε εγώ, ως άνθρωπος, υποχωρώ. }099}
Ο πνευματικός εν τη προσπαθεία αυτού να μη σφάλη ο ίδιος δίδων συμβουλήν ή υπόδειξιν, υπόκειται εις την κρίσιν του Θεού και δια τούτο μόλις συναντήση αντίρρησιν ή και εσωτερικήν αντίστασιν του ερωτώντος ως επί το πλείστον δεν επιμένει εις τον λόγον αυτού δεν τολμά να επιβεβαιώση αυτόν ως έκφρασιν του θελήματος του Θεού και «ως άνθρωπος υποχωρεί».
Και ο Γέρων Σιλουανός ωσαύτως συναντών αντίστασιν παρευθύς εσιώπα.
Δια τι ούτω; Διότι αφ’ ενός μεν το Πνεύμα του Θεού δεν επιδέχεται ούτε βίαν ούτε έριν, αφ’ ετέρου δε το θέλημα του Θεού, ως έχον υπερβατικόν χαρακτήρα, δεν εκφράζεται μετ’ αποχρώσης πληρότητος, δεν δύναται να }100} περικλεισθή εις τον λόγον του πνευματικού φέροντα αφεύκτως σφραγίδα σχετικότητος. Ώστε μόνον εκείνος όστις δέχεται τον λόγον ως αρεστόν τω Θεώ, μη υποβάλλων αυτόν εις την ιδίαν αυτού κρίσιν, ή ως συνήθως λέγουν «χωρίς αντιλογίας», μόνον ούτος ευρίσκει την αληθή οδόν, διότι όντως πιστεύει ότι «παρά τω Θεώ πάντα δυνατά εστι».
Τοιαύτη είναι η οδός της πίστεως η εγνωσμένη και βεβαιουμένη υπό της μακραίωνος πείρας της Εκκλησίας. }101}
… Έλεγεν ότι πολλάκις ο Κύριος εισέτι και εις τους αγίους δεν αποκαλύπτει το θέλημα Αυτού επειδή ο ερωτών αυτούς απηυθύνθη μετά διψύχου καρδίας.
Όταν όμως έλθη η καθαρά προσευχή, και ο νους ηνωμένος μετά της καρδίας, παρίσταται ησύχως τω Θεώ, και η ψυχή αισθητώς έχει εν εαυτή την χάριν και παραδίδεται εις το θέλημα του Θεού, ελευθέρα της σκοτιζούσης ενεργείας των παθών και της φαντασίας, τότε ο προσευχόμενος σαφώς ακούει την υπόδειξιν της χάριτος.
Όταν εις το έργον τούτο της δια της προσευχής αναζητήσεως του θελήματος του Θεού επιδίδηται τις μη έχων εισέτι αποχρώσαν πείραν μη δυνάμενος «εκ της γεύσεως» να διακρίνη επακριβώς την ενέργειαν της χάριτος εκ των εκδηλώσεων των παθών ιδίως δε της υπερηφανίας, τότε είναι απαραίτητον να απευθύνηται εις τον πνευματικόν οδηγόν. Ο ίδιος όμως αντικρύζων οιονδήποτε πνευματικόν φαινόμενον προ της κρίσεως του οδηγού δέον όπως κρατή αυστηρώς την ασκητικήν αρχήν: «Μη δέχου και μη απόρριπτε».