Выбрать главу

«Μη δεχόμενος» ο χριστιανός περιφρουρεί εαυτόν από του κινδύνου αποδοχής δαιμονικής ενεργείας ή υποβολής ως εκ του Θεού προερχομένης και ούτως εθίζεται }102} «προσέχειν πνεύμασι πλάνοις και διδασκαλίαις διαμονίων» και δεν προσφέρει θείαν προσκύνησιν εις τους δαίμονας.

«Μη απορρίπτων» ο άνθρωπος αποφεύγει άλλον κίνδυνον: να αποδώση την θείαν ενέργειαν εις τους δαίμονας και ούτω να πέση εις το αμάρτημα της «βλασφημίας κατά του Αγίου Πνεύματος», ως οι Φαρισαίοι, οίτινες την εκδίωξιν των δαιμονίων υπό του Χριστού απέδωκαν «τω Βεελζεβούλ, άρχοντι των δαιμονίων».

Ο δεύτερος κίνδυνος είναι φοβερώτερος του πρώτου, διότι η ψυχή δύναται να συνηθίση να αρνήται την χάριν και να μισή αυτήν. Τοσούτον δε δύναται να εθισθή εις την κατάστασιν της Θεομαχίας, ώστε ούτω να προσδιορισθή και δια την αιωνιότητα. Ένεκα τούτου η αμαρτία αύτη «ουκ αφεθήσεται ούτι εν τω νυν αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι». Κατά την πρώτην πλάνην η ψυχή δύναται ευκολώτερον να αναγνωρίση το ψεύδος και δια της μετανοίας να επιτύχη την σωτηρίαν διότι πάσα αμαρτία συγχωρείται πλην της αμετανοήτου.

Η δια της προσευχής επίγνωσις του θελήματος του Θεού εν τη τελειοτέρα αυτής μορφή είναι φαινόμενον σπάνιον, κατορθωτόν μόνον δια μακρών κόπων, βαθείας πείρας, πάλης κατά των παθών, πολλών βαρέων πειρασμών εκ των δαιμόνων αφ’ ενός και μεγάλων αντιλήψεων υπό του Θεού αφ’ ετέρου. }103}

Όλως ιδιαιτέραν προσοχήν έδιδεν εις την εσωτερικήν υπακοήν εις τον ηγούμενον και τον πνευματικόν, θεωρών αυτήν Μυστήριον της Εκκλησίας και δώρημα της χάριτος. Απευθυνόμενος εις τον πνευματικόν, προσηύχετο να ελεήση αυτόν ο Κύριος δια του λειτουργού Αυτού και να αποκαλύψη εις αυτόν το θέλημα Αυτού και την }104} προς σωτηρίαν οδόν. Γνωρίζων δε ότι η πρώτη σκέψις ήτις γεννάται εν τη ψυχή μετά την προσευχήν είναι άνωθεν πληροφορία, εδράττετο του πρώτου λόγου του πνευματικού της πρώτης αυτού νύξεως, μη επιζητών την περαιτέρω συνομιλίαν. Εις τούτο έγκειται η σοφία και το μυστήριον της αληθούς υπακοής, σκοπός της οποίας είναι η γνώσις και η εκπλήρωσις ουχί ανθρωπίνου αλλά Θείου θελήματος. Τοιαύτη πνευματική υπακοή, άνευ αντιρρήσεων και εναντιώσεων, (ουχί μόνον εκφραζομένων, αλλ’ ούτε και εσωτερικών και ανεκδηλώτων) είναι απαραίτητος προϋπόθεσις δια την πρόσληψιν και αφομοίωσιν της ζώσης παραδόσεως.

Η ζώσα παράδοσις της Εκκλησίας ρέουσα δια μέσου των αιώνων από γενεάς εις γενεάν, είναι μία των πλέον ουσιωδών και ταυτοχρόνως λεπτών πλευρών της ζωής Αυτής. … Ευθύς δε ως υπεισέλθη έστω και μικρά τις αντίθεσις προς τον πνευματικόν πατέρα, η ψυχή του διδασκάλου αναποφεύκτως κλείεται και το νήμα της αμιάντου παραδόσεως διακόπτεται.

Εκείνος όστις διαφωνεί μετά του πνευματικού και διορθοί αυτόν, θέτει εαυτόν υψηλότερον του τελευταίου και παύει πλέον να είναι μαθητής. … εν τοις «οστρακίνοις σκεύεσι» }105} φυλάττεται ο ατίμητος θησαυρός των δωρεών του Αγίου Πνεύματος. Ουχί μόνον ατίμητος, αλλά και ως εκ του χαρακτήρος αυτού κεκρυμμένος. Μόνον ο πορευόμενος την οδόν της αψευδούς και πλήρους υπακοής εισέρχεται εις αυτό το μυστικόν θησαυροφυλάκιον.

Ο εχέφρων υποτακτικός ή εξομολογούμενος ιδού πώς συμπεριφέρεται προς τον πνευματικόν. Εκθέτει εν ολίγοις το πλέον ουσιώδες περί του λογισμού ή της καταστάσεως αυτού και κατόπιν αφίνει τον πνευματικόν ελεύθερον. Ο πνευματικός, προσευχόμενος από της πρώτης στιγμής της συναντήσεως, αναμένει φωτισμόν εκ του Θεού, και εάν αισθάνηται εν τη ψυχή αυτού «πληροφορίαν», τότε δίδει την απάντησιν, την οποίαν και δέχονται ως τελικήν. Διότι εάν ο εξομολογούμενος παραβλέψη τον «πρώτον λόγον» του πνευματικού τότε συγχρόνως θα μειωθή η ενέργεια του μυστηρίου και η εξομολόγησις δυνατόν να μεταβληθή εις απλήν ανθρωπίνην συζήτησιν.

Η πίστις εις την δύναμιν του μυστηρίου, η πίστις ότι ο Κύριος αγαπά τον άνθρωπον και ουδέποτε θα εγκαταλείψη εκείνον όστις αρνείται το ίδιον θέλημα χάριν }106} του αγίου Αυτού θελήματος αναδεικνύει τον υποτακτικόν ακλόνητον και άφοβον.

Η οδός του Γέροντος ήτο τοιαύτη ώστε ο πορευόμενος αυτήν να λαμβάνη ευκόλως το δώρον του μεγάλου ελέους του Θεού· αλλά οι έχοντες ίδιον θέλημα και ίδιον νουν, όσον και αν είναι πολυμαθείς και ευφυείς και εάν εισέτι φονεύσουν εαυτούς δια των πλέον αυστηρών ασκήσεων ή εργασιών πολυμαθείαςξ θεολογικής δεν θα επιτύχουν να περισυλλέξουν ει μη ψυχία πίπτοντα εκ του Θρόνου του Ελέους.

Εν τω ωκεανώ της εκκλησιαστικής ζωής η γνησία και αμίαντος παράδοσις του Πνεύματος ρέει ως λεπτόν ρεύμα και όστις θέλει να εμποτισθή εκ τούτου του λεπτού ρεύματος οφείλει να αποκοπή εκ της «ιδίας αυτού κρίσεως». Όπου εμφανίζεται η «ιδία» κρίσις εκεί αναποφεύκτως εκλείπει η καθαρότης της παραδόσεως επειδή εις την αποκεκαλυμμένην θείαν σοφίαν και δικαιοσύνην αντιτίθεται η ανθρωπίνη «σοφία» και «δικαιοσύνη». Τούτο φαίνεται εις τους πολλούς αφορήτως βαρύ έτι δε και μωρία· αλλ’ όστις δεν εφοβήθη να γίνη «μωρός» }107} ούτος εγνώρισε την αληθινήν ζωήν και την προαιώνιον σοφίαν.