Выбрать главу

Ο Άγιος Ιωάννης λέγει: «Όσοι τας εαυτών ωνάς εκουσίως σπεύδετε γράψαι, αντ’ εκείνων ελευθερίαν γραφήναι υμίν βούλεσθε». Ούτως η πείρα της υπακοής αποβαίνει, εν τέλει, πείρα της αυθεντικής εν τω Θεώ ελευθερίας.

Εκ της εμπειρίας της στάσεως αυτού ενώπιον της Θείας αληθείας ο ασκητής πείθεται ακραδάντως περί της ατελείας του λογικού αυτού. Και τούτο αποτελεί σημαντικόν σταθμόν εις την ζωήν του ασκητού. Δια της απιστίας εις την ιδίαν αυτού «λογικήν» κρίσιν ο μοναχός ελευθερούται εκ του εφιάλτου, υπό τον οποίον ζη άπασα η ανθρωπότης. }051}

Υπάρχουν δύο κατηγορίαι μοναχών: Οι μεν έχουν το δώρον της απλής αμέσου πίστεως και εισέρχονται ευκόλως εις την οδόν της υπακοής· οι άλλοι καίτοι έχουν τον σφοδρόν πόθον προς τον Θεόν και τον ζήλον να ζήσουν κατά τας εντολάς του Κυρίου, εν τούτοις μετά μεγάλου κόπου ελευθερούνται εκ της αυτοπεποιθήσεως και μανθάνουν την υπακοήν. Όταν δε πλήρεις πίστεως εις τον Θεόν, τον διαφυλάττοντα ημάς και προς τον πνευματικόν αυτών πατέρα, αποτάσσωνται του θελήματος και της «κρίσεως» αυτών, τότε, εκ του βάθους της εσωτερικής αυτών πείρας, μετά χαράς πείθονται ότι έφθασαν εις την «πηγήν ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον».

Πραγματοποιών την απάρνησιν της ιδίας θελήσεως και κρίσεως χάριν διαμονής εν τη οδώ του θελήματος του Θεού, το οποίον υπερβαίνει πάσαν ανθρωπίνην σοφίαν ο μοναχός κατ’ ουσίαν ουδενός άλλου αποτάσσεται ει μη μόνον του εμπαθούς εγωκεντρικού θελήματος αυτού και της ασθενούς μικράς αυτού διανοίας· και δι’ αυτού του τρόπου προδίδει αληθή σοφίαν, θέλησιν σπανίας δυνάμεως και ζωήν ανωτέρας υψηλής ποιότητος. Δια της οδού ταύτης, κατά τρόπον ακατάληπτον και εις αυτόν τον ίδιον, ευκόλως ανυψούται εις επίπεδον το οποίον ουδέποτε δύνανται να φθάσουν ή να εννοήσουν άνθρωποι και υψίστης εισέτι διανοητικής καλλιεργείας. Η κατάστασις αύτη, καθώς ελέχθη ανωτέρω, είναι η εν τω Θεώ καθαρότης του νου. Η υπακοή είναι η οδός της πίστεως, «της νικησάσης τον κόσμον». }052}

Η μοναχική υπακοή δεν είναι «πειθαρχία». Ουδέν ανθρώπινον καθεστώς δύναται να ευσταθήση άνευ συντονισμού των ενεργειών των μελών αυτού. Τοιούτος συντονισμός κατορθούται δια της πειθαρχίας, η ουσία της οποίας έγκειται εις την υποταγήν της ανθρωπίνης θελήσεως του κατωτέρου εις την ανθρωπίνην θέλησιν του ανωτέρου ή της «πλειονότητος». Τοιαύτη υποταγή κατορθούται συνήθως δι’ εξαναγκασμού· αλλά και εν τη περιπτώσει της εκουσίου εισέτι και συνετής αποδοχής της πειθαρχίας, ως απαραιτήτου συνθήκης δια την ύπαρξιν της κοινωνίας, δεν παύει αύτη να είναι πειθαρχία, εφ’ όσον η θεμελιώδης αυτής αρχή είναι η υποταγή εις ανθρωπίνην θέλησιν.

Η μοναχική υπακοή είναι πράξις θρησκευτική και, ως τοιαύτη, οπωσδήποτε πρέπει να είναι ελευθέρα, άλλως στερείται της θρησκευτικής σημασίας αυτής. Η υπακοή μόνον τότε είναι πνευματικώς καρποφόρος όταν φέρη χαρακτήρα ελευθέρας εκκοπής του ιδίου θελήματος και της ιδίας «κρίσεως» ενώπιον του Γέροντος χάριν αναζητήσεως των οδών του Θείου Θελήματος.Εν τη αναζητήσει ταύτη του Θελήματος του Θεού περικλείεται η ουσία της υπακοής ημών.

Ο υποτακτικός αναγνωρίζει την ανεπάρκειαν αυτού }053} δι’ άμεσον γνώσιν του Θελήματος του Θεού και δια τούτο καταφεύγει προς τον πνευματικόν αυτού πατέρα, εις τον οποίον πιστεύει ότι εδόθη να γνωρίζη τούτο ευκρινέστερον. Ο πνευματικός οδηγός δεν φονεύει την θέλησιν του υποτακτικού και δεν υποδουλοί αυτήν αυθαιρέτως εις την ιδίαν αυτού ανθρωπίνην θέλησιν, αλλ’ αναλαμβάνει υπευθύνως το βαρύ φορτίον της ιεράς υπηρεσίας, δια της οποίας μετέχει εις την θείαν πράξιν της δημιουργίας του ανθρώπου.

Αλλ’ εάν εις τας Μονάς ο Ηγούμενος και οι άλλοι οδηγοί αναγκασθούν να προσφεύγουν εις τον ανθρώπινον εξαναγκασμόν της αδελφότητος, τουτέστι την «πειθαρχίαν», τούτο είναι σαφές σημείον καταπτώσεως του μοναχισμού, ίσως η τελεία λήθη του σκοπού και της ουσίας αυτού.

Ο γενικός δε κανών είναι: }054} «Μη εμπιστεύου εις εαυτόν». Τούτο είναι ιδαιτέρως σπουδαίον δια τους αρχαρίους. Αλλά και οι προβεβηκότες εν τη μοναχική ασκήσει δεν εγκαταλείπουν τον κανόνα τούτον.