… αφ’ ότου η ύπαρξις μιας πραγματικότητος επιβάλλεται εις ημάς ως γεγονός εμπειρικώς αποδεδειγμένον, καθίσταται αδύνατον να αρνηθώμεν αυτό και η λογική ημών αναγκάζεται να παραδεχθή τούτο.
Τούτο συμβαίνει και δια της δοθείσης εις την Εκκλησίαν Αποκαλύψεως, η οποία ομιλεί εις ημάς περί ενός Γεγονότος: του Είναι του Θεού. Όταν η διάνοια ημών συμμορφούται προς την Αποκάλυψιν, φθάνει κατά το δυνατόν εις την σύλληψιν του έως τότε αγνώστου και ακαταλήπτου. }119}
Η Εκκλησία κατέχει την ιδίαν αυτής «επιστήμην» την της Θεογνωσίας. Και αύτη έχει την οδόν και την μέθοδον αυτής αι οποίαι άγουν εις την γνώσιν ταύτην. Όστις δε θέλει να αποκτήση αυτήν οφείλει να ακολουθήση την υπό της Εκκλησίας χαραχθείσαν οδόν, την οδόν της πίστεως και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού.
Ο Θεός είναι Αγάπη, και δεν είναι δυνατόν να γνωρισθή και να θεωρηθή ει μη δια της αγάπης και εν τη αγάπη, διο και αι εντολαί του Χριστού, αι άγουσαι εις την γνώσιν και την θεωρίαν του Θεού, είναι εντολαί αγάπης. Το Μυστήριον της Τριάδος παραμένει ακατανόητον μέχρι τέλους, διότι υπερβαίνει την δυνατότητα του λόγου και των δυνάμεων της κτιστής ημών φύσεως. Εν τούτοις, καίτοι ακατανόητον και κεκρυμμένον, αποκαλύπτεται συνεχώς εις ημάς κατά τρόπον «υπαρκτικόν» δια της πίστεως και δια της εν τη πίστει ζωής, ως η αστείρευτος πηγή της αιωνίου Ζωής. Η πίστις εισδύουσα εις την γνώσιν των Θείων Μυστηρίων, ουχί δια της χρήσεως της λογικής, αλλά δια της παραμονής εις τας εντολάς του Χριστού: «Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω Εμώ, αληθώς μαθηταί Μου εστε, και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς». }120}
Επί της οδού ταύτης της «παραμονής εις τον λόγον του Χριστού», ο Θεός έρχεται εις υπάντησιν του ανθρώπου, ποιεί παρ’ αυτώ μονήν και δίδει εις αυτόν την αληθινήν περί Αυτού γνώσιν. Τότε δε, παν ό,τι εφαίνετο προηγουμένως λογικώς ακατανόητον, γίνεται φως, το οποίον φωτίζει την άγνοιαν και τας πλάνας ημών και αποκαλύπτει αυτάς εις ημάς ως συνεπείας της αμαρτίας και της πτώσεως ημών. Τότε παρουσιάζονται προ των οφθαλμών ημών η άπειρος πληρότης, η σοφία, το κάλλος και η αλήθεια της Θείας Ζωής, η οποία είναι Αγάπη.
Της υπάρξεως του ανθρώπου προηγείται άλλη ύπαρξις. Αύτη αποτελεί δι’ αυτόν γεγονός αναπόφευκτον, το οποίον περιορίζει, κατά τινα τρόπον έξωθεν, την ελευθερίαν του αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τας ικανότητας της φύσεως αυτού κατά την πορείαν μιας αναπτύξεως δια διαδικασίας ή εξελίξεως, η οποία απουσιάζει τελείως εκ του Θείου Όντος. Πρέπει πάντοτε να ενθυμήται τις τούτο, όταν σκέπτηται τον Θεόν, δια να μη πέση εις την πλάνην του ανθρωπομορφισμού. Καίτοι ο άνθρωπος εδημιουργήθη «κατ’ εικόνα Θεού», ανατρέπει την ιεραρχίαν της υπάρξεως, αφ’ ότου αρχίζει να μεταφέρη εις τον Θεόν τα δεδομένα γνώσεως, τα οποία έχει περί εαυτού, «δημιουργών» ούτως ένα Θεόν κατ’ ιδίαν εικόνα και ομοίωσιν. Η οδός της Εκκλησίας είναι αντίστροφος. Δεν δημιουργούμεν τον Θεόν κατ’ εικόνα ημετέραν, αλλά ακολουθούντες τας εντολάς του Χριστού ανακαλύπτομεν εντός ημών τα ιδιώματα της φύσεως ημών, της κτισθείσης κατ’ εικόνα Θεού. (ΑΝΑΛΟΓΙΑ)
Δύο εντολαί του Χριστού φέρουν τον τηρούντα αυτάς }121} άνθρωπον εις την θέωσιν: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου. Αύτη πρώτη εντολή. Και δευτέρα ομοία, αύτη· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Η πρώτη εντολή … Δεν λέγει: «Θα αγαπήσης τον Θεόν σου ως σεαυτόν». Θα ήτο τούτο στοιχείον πανθεϊσμού. Η εντολή αύτη καλεί ημάς να αγαπώμεν τον Θεόν δι’ όλου του είναι ημών. Δια τούτου ακριβώς καθιστά ημάς ικανούς να γνωρίσωμεν ότι ο Θεός είναι Αγάπη, αλλά συνάμα καθιστά φανεράν την «οντολογικήν απόστασιν» μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Καθιστά ημάς ικανούς να μετέχωμεν εις την Θείαν Ζωήν (Ενέργειαν), αλλά δεν αίρει την διαφοράν φύσεως (το ετερούσιον).
Η δευτέρα εντολή: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» δεν τονίζει τόσον τον βαθμόν ή το μέτρον της αγάπης, όσον συντελεί να προβληθή το ομοούσιον του ανθρωπίνου γένους, η οντολογική κοινότης όλης της ανθρωπίνης ημών υπάρξεως. Όταν δε πραγματοποιηθή εις την ζωήν η εντολη αύτη, οδηγεί πάσαν την ανθρωπότητα να καταστή είς μόνος Άνθρωπος. }122}
Η αγάπη μεταφέρει την ύπαρξιν του αγαπώντος προσώπου εις το αγαπώμενον ον και ούτως αφομοιοί την ζωήν του ηγαπημένου. Το πρόσωπον είναι λοιπόν διεισδυτόν υπό της αγάπης. Η απόλυτος τελειότης της αγάπης εις τους κόλπους της Αγίας Τριάδος αποκαλύπτει εις ημάς την τελείαν αμοιβαιότητα της αλληλοπεριχωρήσεως των τριών Προσώπων, εις σημείον ώστε να μη υπάρχη εν Αυτή, ει μη έν μόνον θέλημα, μία μόνη ενέργεια, μία μόνη δύναμις.