Выбрать главу

Κατ’ εικόνα της Αγάπης ταύτης, η τήρησις της δευτέρας εντολής, «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» αποκαθιστά το ομοούσιον του ανθρωπίνου γένους, το διασπασθέν υπό της αμαρτίας. Πεπραγματοποιημένη εις την εσχάτην αυτής τελειότητα η εντολή αύτη αποδεικνύει ότι ο Άνθρωπος είναι Είς, κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος: μοναδικός εις την ουσίαν αυτού, πολλαπλούς εις τας υποστάσεις αυτού. Όταν εκάστη ανθρωπίνη υπόστασις, μένουσα εις την πληρότητα }123} της ομοουσίου ενότητος, γίνηται φορεύς της πάσης ανθρωπίνης υπάρξεως, καθίσταται δυναμικώς ίση προς όλην την ανθρωπότητα, κατ’ εικόνα του Χριστού, του τελείου Ανθρώπου, του περιλαμβάνοντος εν Εαυτώ όλον τον Άνθρωπον. }124}

Β’ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΓΝΩΣΙΣ

Η ελευθερία επιβάλλει την δυνατότητα ενός ανθρωπίνου αυτοπροσδιορισμού, θετικού ή αρνητικού, έναντι του Θεού. … Προς έναν τοιούτον (θετικόν) αυτοπροσδιορισμόν είναι απαραίτητον να έχη ο άνθρωπος την γνώσιν του Θείου Όντος, της «μορφής» της Υπάρξεως Αυτού, διότι είναι προφανές ότι άπασα η ζωή ημών εξαρτάται εκ της αντιλήψεως ημών περί του Πρωτοτύπου, της Πρώτης Εικόνος. Τούτο δε ισχύει εις τοιούτον σημείον, ώστε πάσα αλλοίωσις της θεωρίας του Θείου Όντος να έχη ως άφευκτον συνέπειαν μίαν αλλοίωσιν της «μορφής» της ιδίας ημών υπάρξεως.

Η ανθρωπίνη διάνοια, κτισθείσα κατ’ εικόνα του Θείου Νοός, φέρει εν ευατή την εικόνα ταύτην, προϋποθέτει αυτήν, αλλά δεν δύναται να διαμορφώση αυτήν τελείως επί μόνης της βάσεως της ιδίας αυτής πείρας. }125} Είναι όντως υποτεταγμένη εις την πορείαν του γίγνεσθαι και του αυτοπροσδιορισμού, εις τρόπον ώστε δεν έχει εισέτι την γνώσιν της Υπάρξεως πλήρως πεπραγματοποιημένης. Το Δόγμα τοποθετεί ημάς ενώπιον του Γεγονότος του Θείου Είναι άνευ λογικών εξηγήσεων. Το Θείον Όν, όν Πρώτον, ουδεμίαν αιτίαν έχει εκτός Εαυτού. Είναι λοιπόν αδύνατον να αναγάγωμεν Αυτό εις τι άλλο. Είναι Τούτο το πρώτον και έσχατον θεμέλιον πάσης ζωής και πάσης γνώσεως. Εις τον πιστεύοντα άνθρωπον το Δόγμα δίδει απάντησιν εις πάσαν αναζήτησιν, εις παν αξίωμα της διανοίας. Το ανθρώπινον πνεύμα έναντι του Δόγματος θα ζητήση εν συνεχεία τας ιδίας αυτού οδούς, δια να αφομοιώση τα δεδομένα της Θείας Αποκαλύψεως και να οικειωθή το περιεχόμενον αυτής. Ενταύθα άρχεται ό,τι καλούμεν «θεολογικήν ανάπτυξιν».

Μακράν του να είναι καρπός διανοητικών ερευνών ή αποτέλεσμα της θεολογικής σκέψεως, το Δόγμα είναι ουσιωδώς η ρηματική έκφρασις μιάς «προφανούς αληθείας». Η αληθινή κατανόησις των δογμάτων της Εκκλησίας είναι δυνατή μόνον, όταν αρνώμεθα να εφαρμόσωμεν τον ιδιάζοντα εις το ανθρώπινον λογικόν τρόπον του σκέπτεσθαι. (ΟΥΧΙ ΙΟΥΔΑΪΚΩΣ) Οι Πατέρες της Εκκλησίας ουδόλως ευρίσκοντο εις διανοητικόν επίπεδον κατώτερον εκείνου της φιλοσοφίας και της επιστήμης της εποχής αυτών — απόδειξις εκθαμβωτική τούτου είναι τα έργα αυτών — διεσκέλιζον δε μετά κυριάρχου κύρους τα σύνορα της τυπικής λογικής. Όταν το πνεύμα του ανθρώπου, δια του ελέγχου της πίστεως, ευρίσκηται, χάρις εις την άνωθεν έμπνευσιν, ενώπιον της προφανούς αληθείας του υπερτάτου Γεγονότος, τότε μία τοιαύτη υπέρβασις φαίνεται φυσική εις αυτό. Μία }126} εμπειρία λοιπόν αυτής της τάξεως κείται εις την βάσιν των δογματικών συνθέσεων.

Μία τοιαύτη άμεσος γνώσις ουδόλως είναι λογικώς αποδεικτή. Είναι προσέτι αδύνατον να «περιγράψωμεν» αυτήν τη βοηθεία εννοιών, δια των οποίων λειτουργεί το ανθρώπινον λογικόν. Και τούτο ουχί μόνον διότι τα πολύ στενά πλαίσια της νοηματικής σκέψεως δεν θα ηδύναντο να περιλάβουν τας θείας πραγματικότητας, αλλά προ παντός διότι η αληθινή γνώσις του Θεού παρέχεται μόνον εντός της υπαρξιακής τάξεως, ήτοι δια της βιωθείσης εμπειρίας όλου του είναι ημών. }127} Δεν υπάρχει ετέρα οδός προς την γνώσιν ταύτην ει μη η οδός της τηρήσεως πάντων όσων ενετείλατο ο Χριστός.

Πας άνθρωπος στρεφόμενος προς τον Θεόν λαμβάνει παρ’ Αυτού οπωσδήποτε μίαν απάντησιν. Εν τούτοις, εάν η εμπειρία της Θείας κοινωνίας δεν είναι αρκετή, ο άνθρωπος αισθάνεται τον πειρασμόν να αναπληρώση το κενόν τούτο δια των ιδίων αυτού δυνάμεων. Ολισθαίνει τότε αναποφεύκτως εις παρεκκλίσεις και καταλήγει εις μείωσιν ή παραμόρφωσιν της Αληθείας, αναμειγνύων το ψευδές μετά του αληθούς. (ΘΟΡΥΒΟΣ)

Η Εκκλησία, ως φύλαξ της πληρότητος της Αποκαλύψεως, δια των δογμάτων αυτής απαγορεύει να υπερβαίνωμεν ωρισμένα όρια. Κλείει την ανθρωπίνην διάνοιαν ως εις μάγγανον, εκ του οποίου δεν είναι εύκολον να αποδεσμευθή τις. (ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ) Δια να πραγματοποιήση τούτο, πρέπει να παύση να κινήται επί του επιπέδου της σκέψεως και να ανέλθη κατακορύφως εις άλλην σφαίραν.