Выбрать главу

Εις πάσας τας εποχάς η θεολογική ανάπτυξις δεν είχε κατά βάθος άλλο λειτούργημα ει μη να καθιστά τας ακλινείς δογματικάς αληθείας προσιτάςεις τα πνεύματα,«μεταφράζουσα» αυτάς εις γλώσσαν προσηρμοσμένην εις τας ανάγκας των ανθρώπων, δια τους οποίους προωρίζετο. Αλλά — υπογραμμίζομεν τούτο άπαξ έτι — πάσα «προβληματική» καταπίπτει, ευθύς ως ο άνθρωπος φθάση εις άμεσον θεωρίαν του Θεού.

«Εν εκείνη τη ημέρα Εμέ ουκ ερωτήσετε ουδέν». }128}

Γ’ ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΚΑΙ ΑΝΤΙΝΟΜΙΑΙ

Τα δόγματα είναι συνθέσεις της πίστεως. Εκφράζονται δια διατυπώσεων άκρως πυκνών και λιτών, αι οποίαι έχουν χαρακτήρα όλως μοναδικόν: Ο πυρήν αυτών περικλείει βαθείαν αντινομίαν, την συνένωσιν δύο καταφάσεων ή αρνήσεων φαινομενικώς ασυμβιβάστων η οποία παρουσιάζεται εις το «καθαρόν λογικόν» ως αντίφασις φθάνουσα μέχρι του παραλόγου.

Η χριστιανική πίστις στηρίζεται αναντιρρήτως εις δύο θεμελιώδη δόγματα: το δόγμα της ομοουσίου και αδιαιρέτου Αγίας Τριάδος και εκείνο των δύο φύσεων και των δύο θελήσεων, Θείας και ανθρωπίνης, εν τη μοναδική Υποστάσει του σαρκωθέντος Λόγου. Το δόγμα προσδιορίζει εις ημάς τρείς «απόψεις» εν τω Θείω Όντι: την Υπόστασιν (ή Πρόσωπον), την Ουσίαν (ή Φύσιν) και την Ενέργειαν (ή Έργον). Υπογραμμίζον την απόλυτον απλότητα, το ασύνθετον του Θείου Όντος το δόγμα βεβαιοί «eo ipso» την ταυτότητα της Υποστάσεως και της Ουσίας αφ’ ενός, και την ταυτότητα }129} ταυτότητα της Ουσίας και της Ενεργείας αφ’ ετέρου. Εν τούτοις η ταυτότης αύτη είναι τοιαύτης φύσεως, ώστε εκάστη των τριών τούτων «απόψεων» παραμένει τουλάχιστον μη αναγώγιμος εις τας άλλας δύο.

Η πρώτη περιεχομένη εις το δόγμα αντινομία είναι η απόλυτος ταυτότης Υποστάσεως και Ουσίας. Ουδεμία «διάστασις» υπάρχει μεταξύ της Υποστάσεως και της Ουσίας. Η ενότης της προσωπικής αυτοσυνειδησίας και της Ουσίας είναι πλήρης. Έξω της Υποστάσεως δεν υπάρχει Ουσία, αλλά ούτε Υπόστασις υπάρχει άνευ Ουσίας. Η Ουσία δεν είναι οντολογικώς προγενεστέρα ούτε βαθυτέρα της Υποστάσεως. Εξ άλλου ούτε η Υπόστασις προηγείται της Ουσίας. Η Υπόστασις και η Ουσία είναι Έν. Μεταξύ Αυτών δεν υπάρχει η ελαχίστη αντίθεσις. Τούτο σαφώς εξεφράσθη δια της δοθείσης εις τον Μωϋσήν αποκαλύψεως: «Εγώ ειμι ο Ών», Άλλως: «Εγώ ειμι το είναι», «ο Ών ειμι Εγώ», Έξω του «Εγώ» τούτου, όπισθεν Αυτού, ουδέν υπάρχει. Μόνον αυτό το «Εγώ» ζη ανάρχως. Εν τω Θείω Είναι δεν υπάρχει ουσία ανυπόστατος· εν τη μια Θεία Ουσία ουδέν απολύτως υπάρχει, το οποίον να μη είναι ενυπόστατον, το οποίον θα ίστατο τρόπον τινά επέκεινα της αυτοσυνειδησίας της Υποστάσεως. Ο Θεός είναι Ζων και Προσωπικός υπό απόλυτον έννοιαν.

Εντός της ενοθεϊστικής και μονοθεϊστικής προοπτικής του Ισλάμ, έτι δε και της Παλαιάς Διαθήκης, η ταυτότης αύτη της Υποστάσεως και της Ουσίας δύναται να νοηθή ως ολοκληρωτική μέχρι του αδιακρίτου. Αλλ’ εντός του Τριαδικού μονοθεϊσμού η ταυτότης αύτη παρουσιάζεται ως άκρα αντινομία, διότι η αρχή της Υποστάσεως, λόγω της Τριαδικής Ενότητος αυτής, δεν είναι δυνατόν να αναχθή εις την Ουσίαν. Το απλούν }130} και έν Όν, η Αγία Τριάς, αποκαλύπτει μίαν ενότητα όλως διαφόρου τάξεως. Υπονοεί συνάμα μίαν ταυτότητα απόλυτον και μίαν διάκρισιν ουχί ολιγώτερον απόλυτον.

Η σκέψις ημών καταλήγει εις το συμπέρασμα ότι η Υπόστασις είναι ο είς «πόλος», η μία άποψις του απλού και ενός Όντος, η ετέρα άποψις του οποίου είναι η Ουσία.

Το δόγμα, βεβαιούν την απόλυτον ισότητα των Τριών Υποστάσεων, διδάσκει ημάς ούτως, ότι εκάστη Υπόστασις είναι Τέλειος Θεός, διότι φέρει εν Εαυτή όλον το πλήρωμα του Θείου Όντος, κατέχει τούτο κατά τρόπον απόλυτον και είναι, συνεπώς, «δυναμικώς» ίση προς την Τριαδικήν-Ενότητα. Εκ τούτου προκύπτει ότι εκάστη Υπόστασις είναι απολύτως η αυτή προς τας άλλας δύο Υποστάσεις της Αγίας Τριάδος. Και ωσαύτως η τελεία αύτη ταυτότης — «ο εωρακώς Εμέ εώρακε τον Πατέρα» — ουδόλως μειοί την μοναδικότητα εκάστης Υποστάσεως.

Αι Υποστάσεις, ούσαι Πρόσωπα υπό απόλυτον έννοιαν, ουδόλως είναι δυνατόν να αποτελούν αντικείμενον αριθμητικής προσθέσεως 1+1+1=3. Και όμως είναι Τρεις, ουχί δύο ούτε τέσσαρες, ούτε άλλος τις αριθμός. Ευρισκόμεθα ενώπιον ενός καθαρού «Γεγονότος» του Όντος, το οποίον απεκαλύφθη άνωθεν. Πειρώμενοι να συλλάβωμεν την σημασίαν του αριθμού τρία, δυνάμεθα μόνον να είπωμεν ότι αποκλείει πάσαν σχέσιν υπό την έννοιαν μιάς δυαδικής αντιθέσεως, ιδέα η οποία υποβάλλει αναποφεύκτως τον αριθμόν δύο.