Выбрать главу

Ούτως η Τριάς, θραύουσα τον περιορισμόν του αριθμού δύο, υπερβαίνει πάσαν σχετικότητα. Θα ήτο }131} λοιπόν αδύνατον να νοήσωμεν τας Υποστάσεις μόνον ως «σχέσεις» εις το εσωτερικόν της Θείας Ουσίας. Εν άλλαις λέξεσι, το μυστήριον του αριθμού «Τρία» διαπιστούται ότι έχει την εξίσωσιν αυτού εις το Άπειρον.

Το Θείον Όν, εξ ακεραίου «πεπραγματοποιημένον», τουτέστι μη περιέχον εν Εαυτώ δυνατότητα μη αναπτυχθείσαν, δύναται να ονομασθή «Καθαρά Ενέργεια», η οποία φανεροί πλήρως την Ουσίαν και είναι, συνεπώς, ομοία προς Αυτήν. Αλλά και εν αυτή τη περιπτώσει ωσαύτως, η ταυτότης ουδόλως εξουδετεροί το όλως μη αναγώγιμον της Ουσίας εις Ενέργειαν, ούτε της Ενεργείας εις Ουσίαν. Εν άλλοις λόγοις η Ουσία και η Ενέργεια δεν συγχέονται εις αδιαφοροποίητον ενότητα, αλλά σημαίνουν δύο «απόψεις» διακρινομένας τελείως εις το Θείον Όν.

Η Ουσία είναι απολύτως υπερβατική εν σχέσει προς τον κτισθέντα κόσμον. Είναι εξ ολοκλήρου ακατάληπτος, ανονόμαστος, ακοινώνητος και αμέτοχος δια το κτίσμα. Προκειμένου να τονίσουν την μυστηριώδη αυτήν «άποψιν» του Θείου Όντος, οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν αυτήν Υπερουσιότητα, δια να απομακρύνουν δι’ αυτού του χαρακτηρισμού πάσαν έννοιοποίησιν }132} της Ουσίας.

Δια το κτιστόν όν η «άποψις» αύτη παραμένει αιωνίως κεκρυμμένη εις τας «Θείας αβύσσους». Εάν ήτο δυνατόν να μετέχη το κτίσμα εις την Ουσίαν, τότε οι θεωθέντες Άγιοι θα εισήρχοντο εις το Θείον Όν ως «ομοούσιοι» προς τας Υποστάσεις της Αγίας Τριάδος, Αύτη δε θα μετεμορφούτο εις «τετράδα», «πεντάδα» κλπ., πράγμα το οποίον οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν αποδέχονται.

Όσον αφορά εις την Ενέργειαν, το δόγμα ομιλεί περί αυτής άλλως. Η Ενέργεια είναι δυνατόν να καταστή γνωστή και μεθεκτή. Εισέρχεται εις στενωτάτην ένωσιν μετά του κτισθέντος όντος, χωρίς το άκτιστον να γίνη κτιστόν ή το κτιστόν να γίνη άκτιστον. Τούτο προκύπτει εκ του δόγματος της Συνόδου της Χαλκηδόνος, χάρις εις το οποίον ομολογούμεν εις την μίαν Υπόστασιν του Λόγου «δύο φύσεις» μεθ’ όλων των αντιστοίχων ιδιωμάτων αυτών. Βλέπομεν ότι η τελεία θέωσις, της υπό του Χριστού προσληφθείσης ανθρωπίνης φύσεως, δεν μεταβάλλει αυτήν εις Θείαν Φύσιν. Τούτο δε παραμένει αληθές αιωνίως. Ο Χριστός είναι αιωνίως Είς εν δυσί φύσεσι.

Τη βοηθεία της Βιβλικής αντιλήψεως περί γνώσεως, θα διευκρινήσωμεν ό,τι ελέχθη ανωτέρω περί του ακαταλήπτου της Ουσίας. Η γνώσις θεωρείται προ παντός ως υπαρξιακή κοινωνία, κοινότης ζωής. Είναι αδύνατον να γνωρίζη τις ό,τι υπερβαίνει κατ’ απόλυτον τρόπον το γνωρίζον υποκείμενον. Γνωρίζω σημαίνει ενσωματώ τι εις την ιδίαν μου ζωήν, καθιστώ το γινωσκόμενον «ενυπάρχον» εις εμέ. Πάσα γνώσις, είναι αληθές, επιβάλλει ήδη στοιχείον τι «ενυπάρξεως», αλλ’ }133} η τελεία γνώσις, συμφώνως προς την προοπτικήν ταύτην, δεν δύναται να νοηθή ει μη ως ενότης εν τη υπάρξει. Εάν είναι αληθές ότι ίδιον της αγάπης είναι να ενοί, τότε οφείλομεν επίσης να είπωμεν ότι το μέτρον της γνώσεως αντιστοιχεί εις το μέτρον της αγάπης. Ούτως εν τη Αγία Τριάδι η απόλυτος Γνώσις και η απόλυτος Αγάπη είναι αι αυταί, χωρίς τούτο να εξουδετεροί την διάκρισιν αυτών.

Εξ επόψεως της αρχής της Υποστάσεως, το Είναι του Θεού διαμένει αιωνίως Άλλο δια τα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» δημιουργηθέντα όντα. Τούτο το εντελώς Άλλο είναι εν τούτοις κατ’ ανεξήγητον τρόπον εγγύς· είναι ο ηγαπημένος ημών Φίλος, αρρήτως αγαπητός εις την καρδίαν ημών. }134}

Εξ επόψεως της Ουσίας το θείον Είναι είναι απολύτως υπερβατικόν δια το κτίσμα.

Εξ επόψεως της Ενεργείας, της Πράξεως της Ζωής, το θείον Είναι εισέρχεται δι’ όλου του πληρώματος αυτού εις πραγματικήν κοινωνίαν μετά του λογικού κτίσματος και καθίσταται εις τα σεσωσμένα όντα ενυπάρχον εν τη κτίσει.

Ως Όν εν Εαυτώ και Ουσία εν Εαυτή, το θείον Είναι εις ουδένα υπόκειται προσδιορισμόν και αποκλείον πάσαν θεογονικήν διαδικασίαν παρουσιάζεται εις τα θεωρούντα Αυτό κτιστά πνεύματα ως Καθαρόν Δεδομένον.

Όν απολύτως πεπραγματοποιημένον, άρα πραγματικότης απόλυτος ή τελεία έκφρασις της Ουσίας, το θείον Είναι αποκλείει την παρουσίαν εν Αυτώ δυνατοτήτων μη πεπραγματοποιημένων και, ως εκ τούτου, δύναται να ορισθή ως Καθαρά Ενέργεια.

Ως Δεδομένον, είναι μεθεκτόν εις το κτίσμα και διαμένει αιωνίως ως Μυστήριον απρόσιτον εις οιανδήποτε προσευχήν, εις οιονδήποτε κτίσμα.

Ως Ενέργεια — Πράξις, Ζωή — είναι κοινωνητή εις άπαν το πλήρωμα Αυτής και εις άπασαν την απειρότητα Αυτής, εις τα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» λογικά όντα.