Выбрать главу

Κατά την διδασκαλίαν των Πατέρων ο άνθρωπος }156} ακριβώς κατά το μέτρον της ομοιώσεως αυτού προς τον «εν σαρκί φανέντα Θεόν» καθίσταται όμοιος προς τον Θεόν εν τω αιωνίω είναι Αυτού.

«Ο εωρακώς Εμέ εώρακε τον Πατέρα». Αλλά εκ του ειρμού των λόγων και ερειδόμενοι επί άλλων χωρίων της Γραφής δυνάμεθα ασφαλώς να συμπεράνωμεν ότι όστις είδε τον Χριστόν είδε και εαυτόν οποίος πρέπει να είναι συμφώνως προς το αιώνιον Σχέδιον του Πατρός, }157}

Ε’ Η ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ

Αι αναλογίαι αύται είναι λίαν ανίσχυροι να αποδώσουν ό,τι οφείλει }158} να εκφρασθή, διότι εν τη θεία Τριαδική Ενότητι ο Λόγος και το Πνεύμα ουδόλως είναι ενέργειαι του Πατρός-Νου, αλλά Υποστάσεις. Δια του αυτού τρόπου ωσαύτως πρέπει να νοηθή η εικών του Θεού εν τω ανθρώπω, τουτέστιν ότι η ανθρωπότης, παραμένουσα μία εν τη ουσία αυτής, σημαίνει πληθύν υποστάσεων, εκάστη των οποίων οφείλει τελικώς να περιλάβη πάσαν την πληρότητα του Θεανδρικού Όντος και να παρουσιασθή ουχί ως έν μέρος μόνον της φύσεως, αλλ’ ως η όλη πληρότης του ανθρωπίνου όντος, να πραγματωθή, εν άλλοις λόγοις, ο παγκόσμιος άνθρωπος. Τούτο δε πραγματοποιείται πλήρως μόνον εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας.

Ως εν τω το Θείω Είναι, εν τω Οποίω διακρίνομεν τρεις «απόψεις», το Πρόσωπον, την Ουσίαν και την Ενέργειαν, ούτω βλέπομεν και εν τη Εκκλησία τα πρόσωπα, την φύσιν και τας πράξεις, τα οποία, εις την εσχάτην τελείωσιν του ανθρωπίνου όντος, οφείλουν να ταυτισθούν. Ως εν τη Αγία Τριάδι εκάστη Υπόστασις είναι φορεύς της απολύτου πληρότητος του θείου Είναι, ούτω και εν τη ανθρωπίνη ημών υπάρξει εκάστη υπόστασις οφείλει εν τη υπερτάτη τελειώσει αυτής να καταστή φορεύς πάσης της θεανδρικής πληρότητος, όρος απαραίτητος της κατ’ εικόνα της Αγίας }159} Τριάδος ενότητος. Διότι, εάν η ταύτισις δεν είναι πλήρης, η ενότης θα παραμείνη και αύτη ωσαύτως ατελής. }160}

Η πραγματοποίησις της κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος ενότητος ταύτης συνδέεται μυχίως προς την χριστιανικήν ημών ανθρωπολογίαν. Επιλανθανόμενοι του τι είναι ο άνθρωπος, υπό ποίαν έννοιαν και εν τίνι μέτρω είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού, δεν δυνάμεθα να λύσωμεν το πρόβλημα της ενότητος ημών. Είναι εν τούοις αναγκαίον δι’ ημάς να πιστεύωμεν ότι εν τω αιωνίω Σχεδίω του Πατρός έχομεν προορισθή δια το πλήρωμα της τελειότητος. }161}

… εις την κτίσιν ταύτην ο Αδάμ δεν ονομάζεται, ως πράττει τούτο εν συνεχεία η ιστορία. Το δοθέν εις τον κτισθέντα άνθρωπον όνομα δεν είναι ο «τάδε» ή ο «δείνα», αλλά ο καθολικός άνθρωπος. Επομένως δια της γενικής δηλώσεως της φύσεως αγόμεθα να υποθέσωμέν τι το παρόμοιον, τουτέστιν ότι δια της Θείας προγνώσεως και δυνάμεως περιλαμβάνεται πάσα η ανθρωπότης εν τη πρώτη ταύτη συστάσει … }162}

Πρέπει να λάβωμεν υπ’ όψιν προ παντός ότι αγνοούμεν το ανθρώπινον πρόσωπον, την ανθρωπίνην υπόστασιν εις την πραγματικήν αυτής έκφρασιν, καθαράν εκ παντός φυρμού. Ό,τι ονομάζομεν κοινώς «πρόσωπα», «προσωπικόν», υποδηλοί μάλλον τα άτομα, το ατομικόν. Έχομεν συνηθίσει να θεωρώμεν τους όρους τούτους — πρόσωπον και άτομον — σχεδόν συνωνύμους … Αλλ’ υπό τινα άποψιν, άτομον και πρόσωπον έχουν αντίθετον σημασίαν» (Lossky). Εφ’ όσον αι ανθρώπιναι υποστάσεις δεν υπερβαίνουν τα συμφυή αυτών όρια επί του ατομικού επιπέδου, μένουν ανίκανοι να πραγματοποιήσουν την καθολικήν τελείωσιν, περί της οποίας ομιλεί ο Άγιος Γρηγόριος και να φέρουν όντως εν εαυτοίς όλην την πληρότητα του Όντος. Αι μη καθολικαί υποστάσεις, ήτοι τα «ανθρώπινα άτομα», δεν θα φθάσουν εις τας μεταξύ αυτών σχέσεις μετά των ομοίων αυτών εις την πλήρη και καθολικήν ενότητα, αλλά θα παραμείνουν εν μέρει ηνωμέναι, εις τα όρια των ικανοτήτων αυτών. (ΥΠΑΚΟΗ) }165}

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ

V. ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΒΩΡΙΟΥ ΦΩΤΟΣ

Και ούτω (με το Βάπτισμα και το Χρίσμα) κατέστημεν σκήνωμα του Θεού του Υψίστου, τα δε σώματα ημών ναός του Αγίου Πνεύματος.

Και ιδού, παρά ταύτα, είμεθα πτωχοί των πνεύματι. Εντός των ορίων της γης υπάρχει ακόρεστος πείνα και άσβεστος δίψα Θεογνωσίας, διότι ο αγών ημών είναι να φθάσωμεν τον Άφθαστον, να ίδωμεν τον Αόρατον, να }172} γνωρίσωμεν τον επέκεινα πάσης γνώσεως. Η ορμή αύτη αυξάνει ακαταπαύστως εις έκαστον άνθρωπον, όταν το Φως της Θεότητος ευδοκήση να καταυγάση αυτόν, έστω και δια τινος αμυδράς προσεγγίσεως Αυτού, διότι τότε εις τους νοερούς ημών οφθαλμούς αποκαλύπτεται εν ποία αβύσσω διαμένομεν. Η όρασις αύτη καταπλήττει όλον τον άνθρωπον, και τότε η ψυχή αυτού δεν γνωρίζει ανάπαυσιν και δεν δύναται να εύρη αυτήν, μέχρις ότου ελευθερωθή πλήρως από του περικρατούντος αυτήν σκότους, μέχρις ότου το Φως τούτο πληθυνθή εν τη ψυχή και ενωθή μετ’ αυτής τοσούτον ώστε Φως και ψυχή να γίνουν έν, προκαταγγέλον την θέωσιν ημών εν τη Θεία δόξη.