Выбрать главу

Και γνωριζόμενος και ορώμενος ο Θεός αναλλοιώτως διαμένει υπέρ πάσαν γνώσιν και όρασιν. Η απεριόριστος αύτη υπερβατικότης του Θεού εν τη «μυστική» γλώσση της θεολογίας καλείται «γνόφος». Η Καινή Διαθήκη ουδαμού χρησιμοποιεί δια τον Θεόν την λέξιν «γνόφος». Λέγει εις ημάς ότι «Ο Θεός Φως εστι και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστι ουδεμία». Περί της υπερβατικότητος Αυτού και συνεπώς της τελείας «αορασίας», της τελείας «αγνωσίας» Αυτού η Καινή Διαθήκη λέγει τα εξής: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» … Ότε ανεφάνησαν οι φιλόσοφοι και οι αιρετικοί, οι υποστηρίζοντες την δυνατότητα πλήρους γνώσεως του Θεού, τότε οι Άγιοι Πατέρες, δια να εκριζώσουν την ασύνετον ταύτην ιδέαν επέστρεψαν εις Παλαιοδιαθηκικάς εικόνας και γλώσσαν: }186}

Ούτω δια να πλήξουν ισχυρότερον την συνείδησιν των ασόφων σοφών, οι Πατέρες προσέφυγον εις την έννοιαν του «γνόφου», δια του οποίου ο Σοφός Νομοθέτης Μωϋσής συνεκράτει τον λαόν αυτού, εισέτι άπειρον της Θεογνωσίας, από της ασυνέτου εξάρσεως της ιδέας του «κατανοήσαι» τον Θεόν· και δια να μη παρεκκλίνουν από της Καινοδιαθηκικής Αποκαλύψεως, οι Πατέρες ωνόμασαν τον γνόφον τούτον «υπέρφωτον».

Η αληθής οδός προς θεωρίαν του Θείου Φωτός διέρχεται δια μέσου του έσω ανθρώπου. Όλη η σκέψις ημών, όλη η δύναμις της επιθυμίας ημών, οφείλουν να κατευθύνωνται μόνον προς το «τηρήσαι την εντολήν του Θεού άσπιλον και ανεπίληπτον» (Α’ Τιμ. στ΄ 14}. Τότε το Θείον Φως, καθώς έδειξεν η πείρα των αιώνων, «πολυμερώς και πολυτρόπως» επισκέπτεται τον άνθρωπον. Και ουδείς δύναται να είπη ποτέ περί των ορίων της ευδοκίας του Θεού προς ημάς, διότι αύτη κείται εν αληθεία πέραν παντός ορίου. Οσονδήποτε και εάν τείνει ο άνθρωπος προς τον Θεόν, οσονδήποτε και εάν φλέγηται υπό της αγάπης προς Αυτόν, και πάλιν αι εκχύσεις του Φωτός θα παραμείνουν πέραν παντός ορίου και αριθμού, διότι δεν υπάρχει τέλος εις αυτάς, και όταν εισέτι το φως υπερβαίνη τας δυνάμεις της φύσεως ημών να υπομείνη την λάμψιν αυτού. Και ο μοναδικός δυνατός λόγος, η μοναδική επικύρωσις, ως προς πάντα ταύτα είναι ότι «ο Θεός Φως εστι, και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστι ουδεμία», και ότι «Αυτός οικεί εν απροσίτω Φωτί» και εμφανίζεται πάντοτε εν τω φωτί και ως φως. }187}

«Τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω»;

Και εδόθη εις εμέ η απάντησις:

Προσεύχου, ως ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, όστις επί έτη εβόα, «Κύριε, φώτισόν μου το σκότος», και εισηκούσθη.

Προσεύχου δια των λόγων της εκκλησιαστικής ωδής, «Λαμψάτω, ώ Φωτοδότα, και εμοί τω αμαρτωλώ το φως Σου το απρόσιτον», και ενδυναμού εν τη πίστει, ενθυμούμενος ότι η Εκκλησία δεν προσεύχεται περί αδυνάτων πραγμάτων.

Εν συνεχεία ο ανήρ εκείνος ως να απέκλειε την δυνατότητα ότι τοιαύτη προσευχή θα παραμείνη άνευ της άνωθεν απαντήσεως, κατέκλεισε τον λόγον αυτού ως εξής:

«Όταν γνωρίση η ψυχή σου τούτο το φως, τότε, όταν συμβή να στερήται τούτου, θα φλέγηται δι’ αυτό και μιμούμενος τον Άγιον Συμεών τον Νέον Θεολόγον θα ζητής αυτό και θα κράζης προς αυτό:

Ελθέ, το φως το αληθινόν.

Ελθέ, η Ζωή η αιώνιος.

Ελθέ, των πεπτωκότων η έγερσις.

Ελθέ, των κειμένων η ανόρθωσις.

Ελθέ, των νεκρών η ανάστασις.

Ελθέ, Πανάγια Βασιλεύ.

Ελθέ, και σκήνωσον εν ημίν,

και μείνον αδιαστάτως εν ημίν,

και αδιαιρέτως Συ μόνος βασίλευε εν ημίν

εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». }188}

VI. ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ

Ολίγος χρόνος έμεινεν εις εμέ να ζήσω μεθ’ υμών. Αλλά Εκείνο το Πνεύμα, το οποίον συνδέει ημάς, είναι κατά την φύσιν Αυτού αιώνιον Πνεύμα. Και εις τούτο το Πνεύμα το Άγιον, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το Οποίον εφανέρωσεν εις ημάς ο Υιός Αυτού Ιησούς Χριστός, παραδίδω υμάς.

11 Μαρτίου 1993. }191}