Выбрать главу

Ουχί· ημείς δεν θα θέσωμεν προ ημών ανεκπλήρωτον σκοπόν. Μόνον εν μέρει θα εγγίσωμεν εκείνα τα στάδια της ζωής αυτού, άτινα γνωρίζομεν ακριβέστερον. Έτι ατοπωτέραν θεωρούμεν πάσαν απόπειραν επιστημονικής ψυχαναλύσεως, διότι, εκεί όπου ενεργεί ο Θεός, αργεί η επιστήμη. }012}

… απαραίτητος προϋπόθεσις δια την ειρήνην μεταξύ των ανθρώπων είναι να έχη έκαστος επίγνωσιν του εαυτού πταίσματος.

«Άγιε Πάτερ (Ιωάννη της Κρονστάνδης) θέλω να γίνω μοναχός. Προσευχήθητε να μη κρατήση εμέ ο κόσμος».

… την επομένην ήδη ημέραν ησθάνετο κύκλω αυτού «να βουίζουν αι φλόγες του άδου».

Από της ημέρας όμως εκείνης, καθ’ ήν προσηυχήθη δι’ αυτόν ο Πατήρ Ιωάννης «αι φλόγες του άδου εβούϊζον» κύκλω αυτού συνεχώς: εις την αμαξοστοιχίαν, εις την Οδησσόν, εις το πλοίον, προσέτι και εις τον Άθωνα, εις την Μονήν, εις τον ναόν, πανταχού. }024}

Η απλή και πιστή ψυχή του Συμεών, ως ήκουσε παρά του γέροντος-πνευματικού ότι συνεχωρήθησαν αι αμαρτίαι αυτού, παρεδόθη εις την χαράν κατά τον λόγον (του πνευματικού): «Πορεύου εν ειρήνη και χαίρε».

Άπειρος και αφελής, δεν εγνώριζεν εισέτι ότι εις τον ασκητήν επιβάλλεται η εγκράτεια και εις την χαράν, και δια τούτο ευθύς απώλεσεν εκείνην την πνευματικήν έντασιν, εν ή ευρίσκετο η ψυχή αυτού μετά την επίσκεψιν αυτού εις την Κρονστάνδην. Κατά την επακολουθήσασαν εξασθένησιν εγένετο αντικείμενον σαρκικής επιθυμίας }025} και εστάθη ο νους αυτού εις δελεαστικάς εικόνας, τας οποίας επρότεινεν εις αυτόν το πάθος. Έλεγεν εις αυτόν ο λογισμός: «Ύπαγε εις τον κόσμον και νυμφεύσου».

Τι υπέστη κατά μόνας ο νεαρός δόκιμος, δεν γνωρίζομεν. Ότε μετέβη, ίνα εξομολογηθή, ο πνευματικός είπεν εις αυτόν:

«Μη συγκατατίθεσαι ποτέ εις τους λογισμούς και ευθύς ως έρχονται δίωκε αυτούς».

…κατά την διάρκειαν τεσσαράκοντα και έξ χρόνων μοναχικής ζωής, ουδέποτε απεδέχθη ουδέ ένα πορνικόν λογισμόν. }026}

… εσπέραν τινα, ενώ προσηύχετο ενώπιον της εικόνος της Θεοτόκου, η προσευχή εισέδυσεν εις την καρδίαν αυτού και ήρχισε να τελήται εκεί ημέρας και νυκτός. Τότε όμως δεν ηννόησεν εισέτι το μεγαλείον και την σπανιότητα της δωρεάς, την οποίαν εδέχθη υπό της Θεομήτορος.

Εν καιρώ νυκτός τινος το κελλίον αυτού επληρώθη ασυνήθους φωτός όπερ διεπέρασεν εισέτι και το σώμα }028} αυτού ούτως, ώστε είδε τα εντός του θώρακος. Ο λογισμός λέγει εις αυτόν: «Δέξαι, είναι η χάρις». Η ψυχή όμως του δοκίμου εταράχθη, και έμεινεν εν μεγάλη απορία. Η προσευχή και μετά τούτο εξηκολούθει να ενεργήται εντός αυτού, αλλά το πνεύμα της συντριβής απεμακρύνθη τοσούτον, ώστε εν ώρα προσευχής ήλθεν εις αυτόν γέλως. Εκτύπησεν ισχυρώς εαυτόν εις το μέτωπον δια της πυγμής. Έπαυσεν ο γέλως, αλλά το πνεύμα της μετανοίας δεν επανήλθε και η προσευχή αυτού εσυνεχίσθη άνευ κατανύξεως. Τότε αντελήφθη ότι έπαθεν ανάρμοστόν τι.

Μετά την όρασιν αυτήν του παραδόξου φωτός ενεφανίζοντο εις αυτόν δαίμονες, και αυτός, αφελής ών, συνωμίλει μετ' αυτών "ως μετά ανθρώπων". Αι επιθέσεις βαθμηδόν εδυνάμωσαν· άλλοτε μεν έλεγον εις αυτόν: «Νυν είσαι άγιος», άλλοτε δε: «Δεν θα σωθής». Ο αδελφός Συμεών ηρώτησε ποτε ένα δαίμονα: «Διατί αντιφάσκετε λέγοντες άλλοτε ότι είμαι άγιος, άλλοτε δε ότι δεν θα σωθώ»; Και ο δαίμων απήντησεν ειρωνικώς: «Ημείς ουδέποτε λέγομεν την αλήθειαν». }029}

Έφθασε μέχρι της εσχάτης απογνώσεως· και ημέραν τινά, προ του εσπερινού, καθήμενος εν τω κελλίω αυτού εσκέφθη: «Θεόν εκδυσωπήσαι αδύνατον»! Δια του λογισμού τούτου ησθάνθη πλήρη εγκατάλειψιν, και η ψυχή αυτού επί μίαν περίπου ώραν εβυθίσθη εις σκότος απεριγράπτου αγωνίας.

Μεταβάς δια τον εσπερινόν εις τον ναόν του Αγίου Προφήτου Ηλιού, όστις είναι παρά τον Μύλον, εκ δεξιών της Ωραίας Πύλης, εις τον τόπον της εικόνος του Σωτήρος είδε τον ζώντα Χριστόν.

«Ο Κύριος δι’ ακαταλήπτου τρόπου» ώφθη εις τον νεαρόν δόκιμον, και όλη αυτού η ύπαρξις και αυτό τούτο }030} το σώμα ενεπλήσθησαν του πυρός της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, εκείνου του πυρός όπερ ο Κύριος κατεβίβασεν εις την γην δια της ελεύσεως Αυτού.

Εκ του οράματος τούτου ο Συμεών περιήλθεν εις εξάντλησιν και ο Κύριος εγένετο άφαντος απ’ αυτού.

Αδύνατον να περιγράψωμεν την κατάστασιν, εν τη οποία ευρίσκετο ούτος εκείνην την ώραν. Γνωρίζομεν εκ του στόματος και εκ των γραφών του μακαρίου Γέροντος ότι περιέλαμψεν αυτόν τότε το μέγα Θείον Φως· ότι εξήλθεν εκ του κόσμου τούτου και ανέβη εν πνεύματι εις τον ουρανόν, ένθα ήκουσεν άρρητα ρήματα· ότι εκείνην την στιγμήν έλαβε νέαν τινά γέννησιν άνωθεν. Το γαλήνιον βλέμμα του τα πάντα συγχωρούντος, του απείρως αγαπώντος, του πλήρους ανεκλαλήτου χαράς Χριστού είλκυσε τον όλον άνθρωπον· και ότε εγένετο άφαντος, η ψυχή αυτού εκ της γλυκύτητος της αγάπης του Θεού ηρπάγη εις την θεωρίαν της Θεότητος, πέραν των σχημάτων του κόσμου.