Εις τον αγώνα προς διαφύλαξιν της χάριτος ο μοναχός Σιλουανός έφθασεν εις μέτρα τα οποία εις ανθρώπους }048} άλλου τύπου θα φανούν ανεπιτρέπτως σκληρά, δυνατόν δε και να προκαλέσουν εισέτι την σκέψιν ότι τοιούτου είδους ασπλαγχνία προς εαυτόν είναι διαστροφή του Χριστιανισμού. Τούτο βεβαίως δεν είναι ορθόν. Ψυχή γνωρίσασα τον Θεόν, υψωθείσα εις την θεωρίαν του κόσμου του αιωνίου φωτός και ακολούθως απολέσασα την χάριν αυτήν, ευρίσκεται εν τοιαύτη καταστάσει, την οποίαν, όστις δεν εγνώρισεν εις το αυτό μέτρον, ουδόλως δύναται να φαντασθή. Το μαρτύριον και η οδύνη της ψυχής αυτής είναι άφατα· αισθάνεται ιδιαίτερόν τι μεταφυσικόν άλγος. Δια τον άνθρωπον, όστις εβίωσε την απερίγραπτον γλυκύτητα της αγάπης του Θεού, ουδέν πλέον παραμένει εν τω κόσμω τούτω δυνάμενον να γοητεύση ή να πλανήση αυτόν. Υπό τινα έποψιν η επίγειος ζωή αποβαίνει δι’ αυτόν καταθλιπτικόν φορτίον, ούτος δε μετά κλαυθμού ζητεί πάλιν εκείνην την ζωήν της οποίας προ τινος ήψατο. Ανήρ απολέσας την εαυτού γυναίκα, ύπαρξιν θερμώς και βαθέως ηγαπημένην, ή μήτηρ στερηθείσα μονογενούς και ηγαπημένου υιού, μόνον εν μέρει δύναται να συλλάβη την οδύνην του απολέσαντος την χάριν, διότι η αγάπη του Θεού λόγω της δυνάμεως, της αξίας και της γλυκύτητος αυτής του ασυγκρίτου κάλλους και της εξουσίας αυτής, υπερβαίνει απείρως πάσαν άλλην ανθρωπίνην αγάπην. Ως εκ τούτου ο Άγιος Ιωάννης ο της Κλίμακος λέγει περί των απολεσάντων την χάριν ότι η βάσανος αυτών υπερβαίνει τας βασάνους των εις θάνατον καταδίκων, το δε πένθος αυτών το πένθος των επί «νεκροίς κοπτομένων». }049}
«Κύριε βλέπεις ότι θέλω να προσευχηθώ μετά καθαρού νου, αλλ’ οι δαίμονες δεν με αφήνουν. Δίδαξόν με τί πρέπει να πράττω δια να μη με ενοχλούν;»
Και ήκουσεν εν τη ψυχή την απάντησιν:
«Οι υπερήφανοι πάντοτε ούτως υποφέρουν εκ των δαιμόνων».
«Κύριε δίδαξόν με τί πρέπει να πράττω, ίνα ταπεινωθή η ψυχή μου», λέγει ο Σιλουανός.
Και εκ νέου ήλθεν απάντησις εκ του Θεού εν τη καρδία:
«Κράτει τον νουν σου εις τον άδην, και μη απελπίζου». }051}
Αλλ΄ εις τι συνίσταται η ουσία της υποδείξεως του Θεού προς τον πατέρα Σιλουανόν;
Εις το ότι από του νυν απεκαλύφθη εις την ψυχήν αυτού, και τούτο ουχί αφηρημένως ή διανοητικώς αλλ’ υπαρξιακώς, ότι ρίζα πασών των αμαρτιών, σπόρος του θανάτου, τυγχάνει η υπερηφανία· ότι ο Θεός είναι ταπείνωσις. Εγνώρισεν ότι εκείνη η ανεκλαλήτως γλυκεία και μεγάλη ταπείνωσις του Χριστού, της οποίας έλαβε πείραν κατά την στιγμήν της Εμφανείας είναι αναφαίρετον ιδίωμα της Θείας αγάπης, του Θείου Είναι. Ως εκ τούτου όστις επιθυμεί να ενωθή μετά του Θεού δέον όπως ενδυθή την ταπείνωσιν.
… Εδόθη εις αυτόν να γνωρίση το μέγα }052} μυστήριον του Είναι, να γνωρίση τούτο οντολογικώς. }053}
Ω, πόσον ελεήμων ο Κύριος! Δίδει εις τον ταπεινόν δούλον αυτού Σιλουανόν να γνωρίση τα μυστήρια Αυτού, αποκαλύπτει εις αυτόν οδούς ζωής· αποκαλύπτει ουχί κατά τρόπον αφηρημένον, διανοητικόν, αλλά δια του «ιδίου του πράγματος», ήτοι οντολογικώς.
Εγνώρισε πλέον εκ πείρας ότι πεδίον των πνευματικών συγκρούσεων μετά του κακού του κοσμικού κακού τυγχάνει αυτή αύτη η καρδία του ανθρώπου. }054}
… Αύτη (η υπερηφάνεια) είναι η μάστιξ της ανθρωπότητος, το διαβολικόν εκείνο σπέρμα του θανάτου, όπερ βυθίζει όλην την γην εις το σκότος της απογνώσεως. … Μεταφερόμενος πνεύματι εις την ζωήν των Πατέρων, κατενόησεν ότι η γνώσις της οδού προς την θείαν αιωνιότητα διαφυλάττεται πάντοτε εν τη Εκκλησία και ότι τη ενεργεία του Αγίου Πνεύματος παραδίδεται ανά τους αιώνας από γενεάς εις γενεάν.
Πολλοί ερχόμενοι εις επαφήν μετά των μοναχών ουδέν το αξιόλογον βλέπουν εις αυτούς και απομακρύνονται ανικανοποίητοι, και δη «απογοητευμένοι». Συμβαίνει δε τούτο επειδή πλησιάζουν τον μοναχόν μετ’ εσφαλμένου κριτηρίου και ακαταλλήλων αναζητήσεων.
Ο μοναχός εγκαρτερεί εις ακατάπαυστον αγώνα, και ουχί σπανίως εις άκρως έντονον. Αλλ’ ο ορθόδοξος μοναχός δεν είναι φακίρης. … Ο μοναχός διεξάγει ισχυρόν και επίμονον πόλεμον. Τινές εξ αυτών ως ο Σιλουανός διεξάγουν τιτάνιον αγώνα άγνωστον εις τον κόσμον, ίνα φονεύσουν τον υπερήφανον όφιν, τον εμφωλεύοντα εις τα άδηλα βάθη της ψυχής, ίνα γένωνται άνθρωποι, αληθινοί άνθρωποι, κατ’ εικόνα του τελείου Ανθρώπου Χριστού, ήγουν πραείς και ταπεινοί.