Ο Γέρων ηδύνατο να ομιλή μεθ’ απλότητος άνευ κενοδοξίας περί πραγμάτων εξερχομένων των κοινών ανθρωπίνων ορίων. Εάν ο ακροατής είχε πίστιν εις αυτόν, τότε δια της απλής αυτής εξωτερικής συνομιλίας εδέχετο, εις μέτρον εφικτόν δι’ αυτόν, την υπερφυσικήν εκείνην κατάστασιν, εν τη οποία ευρίσκετο ο ίδιος ο Γέρων. }067}
Την προηγουμένην ημέραν ακούων μετά προσοχής ο Σιλουανός τον Πατέρα Στρατόνικον, παρετήρησεν ότι ο }069} τελευταίος ωμίλει «εκ του νοός αυτού» και ότι οι λόγοι αυτού περί της συναντήσεως του ανθρωπίνου θελήματος μετά του θελήματος του Θεού και περί της υπακοής ήσαν «ασαφείς».
Ήρξατο την συνομιλίαν δια τριών ερωτήσεων:
«Πώς ομιλούν οι τέλειοι»;
«Τί σημαίνει να παραδίδης εαυτόν εις το θέλημα του Θεού»;
«Εις τι συνίσταται η ουσία της υπακοής»;
Ως φαίνεται η θαυμαστή εκείνη ατμόσφαιρα πνεύματος, εντός της οποίας ευρίσκετο ο Σιλουανός, επέδρασεν αμέσως επί του Πατρός Στρατονίκου. Ησθάνθη την σπουδαιότητα και το βάθος των ερωτήσεων και παρέμεινε σκεπτικός. Κατόπιν μικράς σιωπής είπεν:
– Αυτό δεν το γνωρίζω … Σεις να μοι ειπήτε.
Ο Σιλουανός απεκρίθη:
– Οι τέλειοι ουδέν λέγουν εξ εαυτών … Ούτοι λέγουν μόνον ό,τι το Πνεύμα δίδει εις αυτούς.
Ο Πατήρ Στρατόνικος κατ’ εκείνην την στιγμήν πιθανώς έζησε την κατάστασιν περί της οποίας ωμίλει ο Σιλουανός. Απεκαλύφθη εις αυτόν νέον μυστήριον της πνευματικής ζωής έως τότε άγνωστον εις αυτόν: το μυστήριον της εν τη καρδία γεννήσεως λόγου εμπεπνευσμένου υπό της Θείας χάριτος. Ησθάνθη τα κενά αυτού κατά το παρελθόν, ηννόησεν ότι ήτο μακράν εισέτι της τελειότητος. }070}
Ότε ο Πατήρ Σιλουανός κατεστάθη οικονόμος, επιστρέφων εκ του ηγουμενείου εις το κελλίον αυτού, προσηύχετο θερμώς να βοηθή αυτόν ο Κύριος όπως εκτελή δεόντως το υπεύθυνον διακόνημα. Μετά εκτενή προσευχήν έλαβεν απάντησιν εις την ψυχήν αυτού: «Φύλαττε την χάριν την δοθείσαν σοι». Τότε αντελήφθη ότι να φυλάττη τις την χάριν είναι σπουδαίον και πολυτιμότερον παντός άλλου έργου, και δια τούτο αναλαβών το νέον αυτού διακόνημα, επηγρύπνει, ίνα μη δώση πρόσκομμα εις την προσευχήν αυτού.
«Η καρδία ομιλεί εις την καρδίαν», λέγει η παροιμία. Μυστικώς προσηύχετο ο Γέρων υπέρ «του λαού του Θεού». Οι εργάται ησθάνοντο τούτο και ηγάπων αυτόν. Ουδέποτε επεβάρυνεν αυτούς δια της παρουσίας και της επιτηρήσεως κατά την εργασίαν· εκείνοι δε περιποιητικοί, ειργάζοντο μάλλον χαίροντες και έτι πλέον δραστηρίως ή εις τους άλλους οικονόμους, οίτινες «ηγρύπνουν δια τα συμφέροντα» της Μονής. Αλλά ποίος αγνοεί ότι όταν υπεισέρχηται η μέριμνα του «συμφέροντος», τότε ο άνθρωπος παραθεωρείται; Το συμφέρον το πραγματικόν συμφέρον της Μονής έβλεπεν ο Γέρων προ παντός εις την εργασίαν των εντολών του Χριστού.
«Να προσεύχησαι υπέρ των ανθρώπων σημαίνει να χέης αίμα», έλεγεν ο Γέρων. }077}
Οικονόμος εγενόμην χάριν υπακοής, και δια της ευλογίας του Ηγουμένου η προσευχή μου ήτο θερμοτέρα ή εν τω Παλαιώ Ρωσικώ, όπου εγώ κατά το θέλημά μου εζήτησα να υπάγω χάριν της ησυχίας … Εάν η ψυχή αγαπά τον λαόν και σπλαγχνίζηται αυτόν τότε η προσευχή δεν δύναται να παύση. }078}
– Αλλ’ όμως Άγιε Αρχιμανδρίτα, η ψυχή αυτών γνωρίζει ότι καλώς πράττουν πιστεύοντες εις τον Ιησούν Χριστόν, τιμώντες την Θεομήτορα και τους Αγίους, επικαλούμενοι αυτούς εις τας προσευχάς, δια τούτο όταν λέγητε εις αυτούς ότι η πίστις αυτών είναι αμαρτωλός ούτοι δεν θα ακούσουν υμών … Αλλ’ εάν λέγητε εις τον λαόν ότι καλώς πράττουν πιστεύοντες εις τον Θεόν, τιμώντες την Παναγίαν και τους Αγίους προσερχόμενοι εις τον ναόν δια τας λειτουργίας και προσευχόμενοι εν ταις οικίαις αυτών αναγινώσκοντες τον λόγον του Θεού και τα τοιαύτα, είς τινα όμως σημεία υπάρχουν σφάλματα άτινα πρέπει να διορθωθούν τότε τα πάντα θα είναι καλά και θεάρεστα και ο Κύριος θα χαίρη δι’ αυτούς και χάριτι Θεού πάντες θα σωθώμεν … «Ο Θεός αγάπη }079} εστί» και δια τούτο και το κήρυγμα πάντοτε οφείλει να προέρχηται εξ αγάπης· τότε θα έχη όφελος και ο κηρύττων και ο ακούων αυτού. Αλλ’ εάν μέμφησθε αυτούς τότε η ψυχή του λαού δεν θα ακούση υμάς και δεν θα προέλθη όφελος.
«… συνήθως οι άνθρωποι ζητούν την ελευθερίαν ίνα πράττουν «ό,τι θέλουν». Τούτο όμως δεν είναι ελευθερία, αλλ’ η εξουσία της αμαρτίας επί σε» }080}
… ο καλύτερος (τρόπος πολέμου προς τον λογισμόν) είναι να μη έρχησαι κατ’ ουδένα τρόπον εις συνομιλίαν μετ’ αυτού. }081}
Όταν τις εκκλίνη από της ορθής οδού και υποπέση εις πλάνην, τότε προ πάντων είναι απαραίτητον να εξομολογηθή ειλικρινώς ενώπιον πνευματικού. Δυνάμει της καθαράς εξομολογήσεως η ενέργεια της πλάνης οπωσδήποτε θα εξασθενήση μετά τινα δε καιρόν θα επέλθη και η πλήρης διόρθωσις.