-Δεν κατανοώ δια τι υμείς, πολυμαθής θεολόγος, επισκέπτεσθε τον Πατέρα Σιλουανόν, αγράμματον χωρικόν. Δεν υπάρχει άρα γε οιδείς ευφυέστερος αυτού;
-Ίνα κατανοήση τις τον Γέροντα Σιλουανόν,πρέπει να είναι «πολυμαθής», απήντησεν ο φιλοξενούμενος, ουχί άνευ πόνου ψυχής. }091}
Δ’ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ
Κυρίως ειπείν, ουδεμίαν «διδασκαλίαν», υπό την συνήθη έννοιαν της λέξεως, είχεν. Ό,τι ημείς παραθέτομεν ενταύθα είναι απόπειρα περιλήψεως των όσων ηκούσαμεν κατά τους χρόνους της μετ’ αυτού επικοινωνίας.
Υποβάλλοντες εις αυτόν ερωτήματα ή απλώς ακροώμενοι αυτού, είχομεν την βεβαιότητα ότι οι λόγοι αυτού εκπορεύονται εκ της άνωθεν δοθείσης εις αυτόν πείρας και εδεχόμεθα αυτούς μέχρι σημείου τινός, καθώς όλος ο χριστιανικός κόσμος δέχεται την Αγίαν Γραφήν, ήτις παρέχει εις ημάς πληροφορίαν περί αληθειών, ως περί γεγονότων γνωστών και αναμφιβόλων. Ό,τι έλεγεν ο Γέρων δεν ήτο καρπός διανοητικής επινοήσεως. Ουχί. Η εσωτερική αυτού πορεία ήτο εντελώς διάφορος. Αληθινή πείρα και υπαρκτική γνώσις προελάμβανον τους λόγους αυτού. Ένεκα τούτου οι λόγοι αυτού έφερον τον χαρακτήρα θετικής μαρτυρίας περί γεγονότων του πνευματικού κόσμου. Εις αυτόν ήτο ξένον ως τι περιττόν η αναζήτησις των εκ των κάτω πορευομένων λογικών αποδείξεων, ασυνήθων εξ άλλου και εις την Αγίαν Γραφήν.
Δια των απλών ως προς την μορφήν συνομιλιών αυτού δια της προσευχής αυτού εγνώριζε να μεταφέρη τον συνομιλητήν εις ιδιαίτερον κόσμον. Το σπουδαιότερον εις τούτο ήτο ότι ο συνομιλητής εισήρχετο εις τον κόσμον εκείνον ουχί αφηρημένως αλλά δια της εσωτερικής πείρας, ήτις μετεδίδετο εις αυτόν. }094}
Και όμως είναι πλέον λυπηρόν πως και άπεπλι να αγνοής παντελώς αυτό το φως προσέτι δε, όπερ συχνάκις παρατηρείται, ουδέ να υποψιάζησαι την ύπαρξιν αυτού. Γνωρίζομεν αξιοπίστως ότι πολλοί επλησίαζον μετ’ αγάπης τον Γέροντα προς νουθεσίαν, ύστερον όμως απεμακρύνοντο μη δυνάμενοι να ζουν συμφώνως προς τον λόγον αυτού. Ο λόγος αυτού ήτο απλούς, ήρεμος, αγαθός, ιλαρός, αλλά ίνα ακολουθήση τις τούτον έπρεπε να έχη εκείνο το ανίλεων προς εαυτόν, όπερ είχεν ο ίδιος ο Γέρων. Έπρεπε να έχη την τόλμην εκείνην την οποίαν ο Κύριος απαιτεί παρά των ακολουθούντων Αυτόν, τουτέστι το «μισείν την εαυτών ψυχήν».
Η εκζήτησις του θελήματος του Θεού είναι το σπουδαιότερον έργον της ζωής ημών, διότι «οδεύοντες την οδόν» του θελήματος του Θεού γινόμεθα μέτοχοι της αιωνίου θείας ζωής.
Η γνώσις του θελήματος του Θεού είναι δυνατή δια διαφόρων οδών. Μία εξ αυτών είναι ο λόγος του Θεού, αι εντολαί του Χριστού. }095}
Ο αποκτήσας εν τη καρδία αυτού την αγάπην του Θεού, και φερόμενος υπ’ αυτής, ενεργεί ωθούμενος υπό κινήτρων τα οποία προσεγγίζουν το θέλημα του Θεού· προσεγγίζουν μεν, αλλά δεν είναι τέλεια. Το άφθαστον της πλήρους τελειότητος καθιστά υποχρεωτικήν δι’ όλους ανεξαιρέτως την ακατάπαυστον εν προσευχή στροφήν προς τον Θεόν προς συνετισμόν και βοήθειαν.
Ουχί μόνον η τελειότης της αγάπης είναι ανέφικτος, αλλά και το πλήρωμα της γνώσεως. Πράξις προερχομένη θα έλεγε τις εκ της καλυτέρας προαιρέσεως συχνάκις έχει αποτελέσματα ανεπιθύμητα. Τούτο συμβαίνει διότι τα μέσα ή ο τρόπος της πραγματοποιήσεως είναι ανάρμοστα προς την δοθείσαν περίπτωσιν. Πολλάκις ακούομεν να δικαιολογήται τις ότι είχε καλήν πρόθεσιν· τούτο όμως είναι ανεπαρκές. … ο αγαπών τον Θεόν πάντοτε εκζητεί την άνωθεν υπόδειξιν τείνων διαρκώς το ούς της καρδίας αυτού εις την φωνήν του Θεού.
Εν τη πράξει τούτο γίνεται ως εξής: Πας χριστιανός, και ιδίως ο επίσκοπος ή ο ιερεύς, ενώπιον της ανάγκης όπως εύρη εις αυτήν ή εκείνην την περίπτωσιν λύσιν σύμφωνον προς το θέλημα του Θεού, αποσπάται εσωτερικώς εξ όλων των γνώσεων αυτού, των προειλημμένων σκέψεων, των επιθυμιών και σχεδίων. Τότε, ελεύθερος παντός «ιδικού του», προσεύχεται μετά προσοχής εν τη }096} καρδία αυτού προς τον Θεόν, και το πρώτον, όπερ γεννάται εν τη ψυχή εξ αυτής της προσευχής, δέχεται ως άνωθεν υπόδειξιν.
«… οι πάντες πρέπει να μανθάνωμεν να αναγνωρίζωμεν το θέλημα του Θεού, διότι, αν δεν μανθάνωμεν, ποτέ δεν θα γνωρίσωμεν αυτήν την οδόν».
Η εργασία αύτη εν τη τελειοτέρα αυτής μορφή προϋποθέτει την έξιν της αδιαλείπτου προσευχής μετά προσοχής κεκρατημένης εν τη καρδία. Ίνα ακούση όμως πλέον αξιοπίστως την φωνήν του Κυρίου εντός αυτού ο άνθρωπος οφείλει να απεκδυθή του ιδίου θελήματος και να είναι έτοιμος προς πάσαν θυσίαν ως ο Αβραάμ, και δη κατά τους λόγους του Αποστόλου Παύλου, ως ο Ίδιος ο Χριστός, Όστις εγένετο υπήκοος τω Πατρί μέχρι θανάτου.
Ο εισελθών εις την οδόν ταύτην θα προοδεύση εάν εκ πείρας εγνώρισε πώς ενεργεί η χάρις του Αγίου Πνεύματος εν τω ανθρώπω, και εάν εις την καρδίαν αυτού ερρίζωσε βαθέως η αυταπάρνησις, ήτοι η αποφασιστική εκκοπή του ιδίου θελήματος, χάριν της επιτεύξεως και εκπληρώσεως του αγίου θελήματος του Θεού. }097}